βιτρίνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιτρίνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιτρίνα ἡ, σύνηθ. βετρίνα Κέρκ. Πελοπν. (Μέσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. vitrine.
Σημασιολογία
1) Ὑαλοσκεπὲς παράθυρον ἐμπορικοῦ καταστήματος εἰς τὸ ὁποῖον προτίθενται τὰ πρὸς πώλησιν ἀντικείμενα, ὑαλόφρακτος προθήκη σύνηθ.: Ὅ,τι καλύτερο ἔχουν τὰ μαγαζιˬὰ τὸ βγάζουν ᾿ς τὴ βιτρίνα. || Φρ. Εἶναι ὅλος βιτρίνα (ἐπὶ τοῦ ἐπιδεικνυομένου) Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Συνών. βιτρίνι. 2) Σκευοθήκη μὲ ὑάλινα θυρόφυλλα Κέρκ. 3) Ὑαλοπίναξ Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA