βλαχοσίταρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαχοσίταρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλαχοσίταρο τό, Πελοπν. (᾽Αχαΐα Καλάβρυτ. Κόρινθ. Σουδεν.) -ΠΓεννάδ. 880 ΠηλΠαπαγεωργ. Ἑλλην. σιτηρογρ. 47 -Λεξ. Βλαστ. 458 Δημητρ. Βλαχουσίταρου Στερελλ. (Καλοσκοπ. Φθιῶτ.) βλαχόσταρο Πελοπν. (Καρνέσ.) -ΠηλΠαπαγεωργ. Ἑλλην. σιτηρογρ. 103 -Λεξ.Δημητρ. βλαχόταρου Α.Ρουμελ. (Καρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. σιτάρι.
Σημασιολογία
1) Ποικιλία σίτου τοῦ κοινοῦ ἢ ἡμέρου Πελοπν. (Αχαΐα Καλάβρυτ. Κορινθ. Σουδεν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Φθιῶτ.) –ΠΓεννάδ. ἔνθ᾽ ἀν. ΠηλΠαπαγεωργ. ἔνθ' ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. ἀλευρίτης 1, ἁπαλοσίτι, ἄσπρο (δι᾽ ὃ ἰδ. ἄσπρος Β1ς), ἀσπροσίτι 1, ἀσπροσίταρο1, ἀσπρόσιτος, Βλάχος 8. 2) Ποικιλία σίτου τοῦ σκληροῦ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Συνών. κεντράδι. 3) Εἶδος σίτου διὰ πολὺ πτωχὰς γαίας Πελοπν. (Καρνέσ. Κορινθ.) Συνών. βλαχοσίτι. 4) ᾿Αραβόσιτος Α.Ρουμελ. (Καρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀραποσίταρο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA