βολεύω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολεύω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολεύω (Ι) κοιν. βολεύου Πελοπν. (Κίτ. Μάν). βουλεύου βόρ. ἰδιώμ. βολεύγω Ἄνδρ. Κρήτ. Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ρόδ. Σίφν. Σύμ. βολεύγου Εὔβ. (Κύμ.) βουλεύγω Ἰκαρ. Μεγίστ. βολεύκω Κύπρ. μπολεύω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Μετοχ. βολευάμενος Ζάκ. ἀβολεμένος Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. παλαιοῦ ρ. εὐβολεύω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. εὔβολος=ἐπιτυχής, ἢ τοῦ ρ. εὐβολέω=ἐπιτυγχάνω εἰς τὸ ρίψιμον τοῦ βόλου, τοῦ κύβου, μετασχηματισθέντος εἰς εὐβολεύω κατὰ τὰ συνών. εἰς -εύω ρήματα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 20 (1908) 103. Ἡ μετοχ. βολευάμενος κατὰ τὰς εἰς -άμενος ἀρχαιόθεν κληρονομηθείσας μετοχάς.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Τοποθετῶ, βάλλω ἕνα πρᾶγμα εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν, τακτοποιῶ κοιν.: Βολεύω τὰ ζῷα-τὰ πράματα-τὰ φορέματα κττ. Βρῆκα σπίτι καὶ βολεύτηκα καλὰ κοιν. Δὲν ἔχου τόπου νὰ βουλέψου τὰ τσ’καλουbάρδακα Ἴμβρ. Ὁ νεˬὸς ἔτανε βολεμένες, ὅπους βολεύ’νε τὰ λείψανα, τσαὶ κατὰ τὸ τσεφά’ του ἔτανε ἀναμμένες λαμπάδες τσ’ ἔτσαιε ’βά’ Σκῦρ. β) Τοποθετῶ κατὰ μέρος, ἀποκρύπτω Εὔβ. (Ἄκρ.): Βουλεύου τὰ λιφτά Ἔχου βουλιμένου τοὺ μέ’. 2) Φέρω εἰς αἴσιον πέρας, διεκπεραιώνω κοιν.: Βολεύω τὴ δουλε͜ιά μου. β) Ἐξοικονομῶ κοιν.: Τὰ βόλεψα (ἐνν. τὰ πράγματα). 3) Διευθετῶ πολλαχ.: Φρ. Βολεύω τὸ σκοινὶ (τὸ περιτυλίσσω εἰς σχῆμα σπείρας) Ναύστ. Βολεύω τοὶς θάλασσες (διὰ καταλλήλου πηδαλιουχήσεως τῆς λέμβου ἀποτρέπω τὰ κύματα νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτὴν) Μύκ. || Παροιμ. φρ. Ποῦ βρίσκει καὶ βολεύγεται | τύφλα του ποῦ παdρεύγεται (ἐπὶ τοῦ ἐπιτυγχάνοντος εἰς τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν χωρὶς νὰ ἀναλάβῃ ὑποχρεώσεις) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 4) Διορθώνω, ἐπισκευάζω πολλαχ.: Βολεύω τὸ σπίτι νὰ μὴ χαλάσῃ. Δέν τὸν βόλεψαν τὸ δρόμο καὶ χάλασε ὁλότελα. β) Προετοιμάζω, εὐπρεπίζω σύνηθ.: Βολεύω τὸ παιδὶ γιˬὰ νὰ πάῃ ᾿ς τὸ σχολεῖο. Πρέπει νὰ βολευτῶ λιγάκι γιˬὰ νὰ βγῶ ἔξω. 5) Συμβιβάζω τὰ διεστῶτα, συμφιλιώνω Σῦρ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. 6) Φιλεύω, φιλοξενῶ Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Σίφν.: Βολεύω τὰ παιδιˬὰ Σίφν.Ἄιˬτε ἐκεῖ, κἄτι θὰ σὲ μπολέψουν Ἀνδριτσ. 7) Ἀπροσ. ἐνεργ. καὶ μέσ. ἔρχεται βολικά, εἶναι εὔκολον, εὐχερὲς Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νάξ. (Μον.) Σίφν. κ.ἀ.: ’Éν μοῦ βολεύγει Σίφν. Δὲ μοῦ βολεύγεται νὰ τὸ πῶ Μον. 8) Ἀμτβ. στρέφομαι Σκῦρ.: Βόλεψε! (παρόρμησις πρὸς ἀροτριῶντας βοῦς νὰ κάμουν στροφὴν κατὰ τὴν ἄροσιν). Β) Μεταφ. 1) Διορθώνω, σωφρονίζω διὰ πειθοῦς ἢ τιμωρίας πολλαχ.: Ξέρει νὰ βολεύῃ τὰ παιδιˬά του. 2) Ὑπανδρεύω πολλαχ.: Τὰ βόλεψε ὅλα τὰ κορίτσιˬα του. β) Μοιχεύω Πάρ. Χίος κ.ἀ-Λεξ. Δημητρ.: Ἡ δεῖνα βολεύεται μ’ ὅποι͜ον τύχῃ Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁδηγῶ, καθοδηγῶ Σῦρ.: Νὰ σᾶσε βολέψω ἐγὼ νὰ πάτε. Γ) Μετοχ. 1) Δυνατός, ἐφικτὸς Ζάκ. : ᾎσμ. Νά ’ταν τὸ βολευάμενο, νὰ ’ρχόταν ἡ κυρά μου, ν’ ἀφήσῃ τ’ ἀδελφάκιˬα τση, νὰ ’ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλεˬά μου. ΙΙ) Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ νόσου, ἐπὶ ζῴων (ἡ σημ. κατ’ ἀντίφασιν) Νάξ. (Φιλότ.): Ἀβολεμένο ζῷ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/