βόλιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόλιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βόλιˬασμα τό, σύνηθ. βόλgιˬασμα Ρόδ. σβόλιˬασμα πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βολιˬάζω (Ι), παρ’ ὃ καὶ βολgιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ σχηματισμὸς θρόμβων, συνήθως ἐπὶ φαγητῶν σύνηθ. 2) Τὸ ὑπὸ τοῦ ψύχους προκαλούμενον χείμετλον τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Κύθν. Συνών. χιˬονίστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/