βόλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βόλος ὁ, κοιν. βόλους βόρ. ἰδιώμ. ὀβόλος Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) ὄβολος Πελοπν. (Οἰν.) ἀβόλος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ’όλος Κάρπ. σβόλος σύνηθ. σβόλους Β.Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) κ.ἀ. σβοῦλος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) ζιβόλε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βόλος. Ὁ τύπ. σβόλος ἐκ τῆς αἰτιατ. τοῦ πληθ. τοὺς βόλους καὶ ἐκ πλημμελοῦς χωρισμοῦ τοὺς σβόλους. Τὸ ζιβόλε ἐκ τοῦ σβόλος κατ’ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἡ βολὴ τῶν δικτύων εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς ἁλιείαν Αἴγιν. Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέρκ. Κύθν. Λέρ. Λευκ. Μεγίστ. Νάξ. Πάρ. Στερελλ. (Μεσσολόγγ.) Σύμ. Τῆν. κ.ἀ.-Λεξ. Αἰν. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ.: Βούλην τὴ νύχτα ἐκάαμεν δυˬὸ βόλους Μεγίστ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἀριστοτ. Ζώων ἱστορ. 8, 15, 47 «φασὶ δὲ πολλάκις τριβομένου τοῦ βυθοῦ ἁλίσκεσθαι πλείους ἐν τῷ αὐτῷ βόλῳ τὸ δεύτερον ἢ τὸ πρῶτον». 2) Τὸ ποσὸν τῶν ἐν μιᾷ βολῇ ἁλιευομένων ἰχθύων Κέρκ. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. ΧΜυτιλην. (ἔκδ. Kurtz σ. 87) «τοὺς ἐξωνηθέντας βόλους τοῦ δικτύου». 3) Τὸ δίκτυον Θήρ. Μύκ. Πάρ. κ.ἀ.: Ἐβάλαμεν τόσους βόλους καὶ δὲν ἐπιάσαμεν τίποτε. 4) Ὁ διὰ δικτύου ἀποκλεισμὸς τοῦ στομίου τοῦ ἰχθυοτροφείου Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 5) Τὸ νὰ διώκῃ τις τοὺς ἰχθῦς διὰ τῆς βολαχτήρας πρὸς τὰ δίκτυα Πάρ. 6) Τόπος κατάλληλος διὰ βολήν, δι᾿ ἁλιείαν Θήρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόλος πολλαχ. Ἀπάνως Βόλος Θήρ. Ἔξως Βόλος Θήρ. Μέσα ἢ Μεσινὸς Βόλος Θήρ. 7) Σφαῖρα μικρὰ ἀπὸ ὕαλον ἢ ἄλλην ὕλην, μὲ τὴν ὁποίαν παίζουν οἱ παῖδες κοιν.: Παίζω-ρίχνω βόλους. β) Σφαῖρα γενικῶς Θεσσ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ.: Στρογγυλός σὰν βόλος Περίδ. Σὰν σβόλους (ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ ἀναστήματος καὶ χονδροῦ) Θεσσ. || Φρ. θὰ γυρίσῃ ὁ σβόλος (θὰ γυρίσῃ ὁ τροχὸς τῆς τύχης καὶ οἱ εὐτυχοῦντες τώρα θὰ δυστυχήσουν καὶ τἀνάπαλιν) Σουδεν. γ) Λίθος χειροπληθὴς σφαιρικὸς ἢ σφαιροειδοῦς σχήματος χρησιμοποιούμενος εἰς σφαιροβολίαν ἢ ἄλλας χρήσεις πολλαχ.: ᾎσμ. Θὰ τοὺ δείρου πίσ’ ’ς τοὺν κόλου | μὶ οὐχτὼ οὐκάδις βόλου (νανούρ.) Λῆμν. δ) Πᾶν πρᾶγμα σφαιρικὸν ἢ σφαιροειδοῦς σχήματος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἕνας βόλος ἀσβέστι–ζάχαρι-τυρὶ κττ. ε) Πληθ. βόλοι, εἶδος φαγητοῦ ἀπὸ χονδαραλεσμένον σῖτον καὶ ἄλλα καρυκεύματα πολτοποιούμενα καὶ σχηματιζόμενα εἰς τεμάχια στρογγυλὰ Ρόδ. Συνών. βολάκιˬα (ἰδ. βολάκι 4), γιˬουβαρλάκιˬα. ς) Θρόμβος σχηματιζόμενος συνήθως εἰς φαγητὰ μὴ καλῶς ἀναδευόμενα ἐν τῇ παρασκευῇ ἢ τῷ βρασμῷ πολλαχ. καὶ Τσακων. 8) Τὸ σῦκον Χίος (Καρδάμ.) 9) Μικρὸν καὶ σκληρόν ἐξόγκωμα τοῦ δέρματος ἢ ἐν γένει πᾶν ἐξοίδημα δερματικὸν Σκῦρ. Σύμ. 10) Λίθος σφαιροειδὴς ἐπιπολάζων, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ κέντρον αὐτοῦ ἔχει κοίλωμα πλῆρες ἀλευρώδους οὐσίας νομιζομένης ὡς φάρμακον κατευνάζον τοὺς πόνους τοῦ στομάχου Λευκ. β) Μαγικός τις λίθος θεωρούμενος ὡς φάρμακον εἰς διαφόρους ἀσθενείας τῶν ζῴων (τὸ πάσχον ζῷον ποτίζεται μὲ νερό, εἰς τὸ ὁποῖον ἀναμειγνύεται σκόνη ἀποξεομένη ἐξ αὐτοῦ) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Δ.Λουκοπ. Ποιμ. 197. 11)Ὁ βολβὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ Λεξ. Αἰν. 12) Τὸ πλῆκτρον τοῦ ἰγδίου Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Συνών. βόλι 5, γουδοχέρι. ΧΙΙΙ) Ἀρχὴ Κύπρ.: Ἐχάλασεν τὸ σπίτιν ἀπὸ βόλου (ἐκ βάθρων, ἐκ θεμελίων). Συνών. βολὴ (ΙΙ) VΙΙΙ. Β) Μετων. 1) Ἄνθρωπος χαμηλοῦ ἀναστήματος, ἀλλὰ εὐτραφής, παχύσαρκος Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Νάξ. Πελοπν. (Γορτυν. Σουδεν.) κ.ἀ.: Εἶναι σωστὸς βόλος Σουδεν. ’ναῖκα σβόλους Ἤπ. Αὐτὸς οὑ σβόλους μᾶς κά’ τοὺν πα’καρᾶ Θεσσ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Σβόλος καὶ ὡς παρων. 2) Ἄνθρωπος μὴ δυνάμενος νὰ σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του Σύμ.: Τὸν ἔφεραν βόλο. Πβ. βόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA