βόμπυκας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόμπυκας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βόμπυκας ὁ, ἀμάρτ. βόβυgας Κύθν. βέμπ’κας Στερελλ. (Καλοσκοπ.) μπέμπ’κας Εὔβ. (Ἄκρ.) βόμπυκο Ἀπουλ. (Καλημ.) βούμπυκο Ἀπουλ. (Κοριλ.) bούμπυκο Ἀπουλ. (Κοριλ.) βούμπακος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βόμβυξ. Πβ. Ἡσύχ. «βόμβυκες... εἴδος ζῴου πτερωτοῦ κατὰ σφῆκα».
Σημασιολογία
Εἶδος ἐντόμου διπτέρου μεγαλυτέρου ἀπὸ τὸν σφῆκα βομβοῦντος κατὰ τὴν πτῆσιν ἔνθ’ ἀν.: Ἔπεσε ὁ βόβυgας μέσ’ ’ς τὸ σπίτι τσ᾿ ἐποθάνανε οὕλοι Κύθν. Συνών. βομπύκι. Πβ. μπούμπουρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA