βορεινὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορεινὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βορεινὰ ἐπίρρ. σύνηθ. βορ’νὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. βουρ’νὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βορεινός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. βορ’νὰ καὶ ἐν ἐγγράφῳ Κρήτης τοῦ 1623.
Σημασιολογία
Πρὸς τὸ βόρειον μέρος, βορείως ἔνθ’ ἀν.: Ὁ δρόμος τραυάει βορεινά. Τὸ μέρος πέφτει βορεινὰ σύνηθ. Πάει βορ’νὰ Αὐλωνάρ. Οἱ πόρτες τοῦ σπιθιˬοῦ εἶναι βορ’νὰ Ἀπύρανθ. ’Σ τὸ βορ’νὸ σκεπὸ-τοῖχο κττ. (κατὰ βραχυλογ. ἐκ τοῦ ’ς τὸν σκεπὸ-’ς τὸν τοῖχο ποῦ εἶναι βορ’νά) Μύκ. ᾎσμ. Τὰ στεῖρα μας ἐχάσαμε κ’ ἦρθα νὰ τὰ γυρεύγω κ’ ἐγύρεψά τα νοτικὰ καὶ βορεινὰ δὲ dά ’βρα... καὶ περπατῶ θλιφτὰ θλιφτὰ καὶ παραπονεμένα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA