βουζεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουζεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουζεˬὰ ἡ, Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ-ΔΔημάδ. Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγροῦ 8 καὶ 17 ΠΓεννάδ. 39- Λεξ. Βλαστ. 450 ἀβ’-ζεὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀβζὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀβιζεˬὰ Κεφαλλ.-ΠΓεννάδ. 39 ἀγ’ζεˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούζι κατὰ τὰ εἰς -εˬὰ ὀν. φυτῶν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (Αppendix) ὑπὸ τοὺς τύπους βούζια καὶ βουζέα ἐν λ. βουζία.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν βούζι 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA