βούλλα (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούλλα (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βούλλα (Ι) ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) βούλ-λα Κύπρ. Ρόδ. κ. ἀ. βούλ-λdα Ρόδ. βούα Τσακων. βόλλα Βιθυν. βούλ-λος ὁ, Κύπρ. βούλλες Σκῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βούλλα. ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. bulla.

Σημασιολογία

Περὶ ἐνίων φράσεων μετὰ τῆς λέξεως ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Φρασεολογ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. 4 (1948) 99 -100. 1) Σταγὼν (πβ. πρώτην σημασίαν τοῦ Λατιν. bulla=φυσαλίς, πομφόλυξ) Θήρ. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. : Μνιˬὰ βούλλα νερὸ Θήρ. Μιˬὰ βούλ-λdα λᾴι Ρόδ. Ἤπιˬα μιˬὰν βούλ-λαν κρασὶν Σύμ. Τὸ σταμνὶν ᾽ὲν ἔει βούλ-λαν νερὸν Κύπρ. || ᾌσμ. Πέντε μααίρκα μουτ-τωτὰ τραβέρσα ᾿κονισμένα μέ ᾿ς τὸ βλαντζίν μου νὰ μπηκτοῦν, ᾿ὲν στάσ-σουν βούλ-λαν γαῖμα Κύπρ. Τρεῖς βοῦλ-λες γαῖμαν ἔπ-πεσεν, τρεῖς ποταμοὶ ἐλαλῆσαν Ρόδ. Συνών. σταγόνα, στάλα, σταλαματεˬά, σταλεˬά, στάξι. β) Ἐλαχίστη ποσότης Κύπρ. : Ὁ λάκ-κος 'ὲν ἔει βούλ-λαν νερόν. 2) Κηλὶς γινομένη ἀπὸ ὑγρόν τι σύνηθ. : Τὸ φουστάνι ἔχει πολλὲς βοῦλλες καὶ χρειάζεται καθάρισμα. Συνών. λεκές. β) Στίγμα φυσικόν τοῦ δέρματος ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἢ τοῦ φλοιοῦ καρπῶν κοιν. : Ἄσπρο ἄλογο μὲ μαῦρες βοῦλλες. Ἔχει’ς τὸ λαιμό της μιˬὰ μαύρη βούλλα. Λεμόνι μὲ βοῦλλες, μῆλο μὲ βοῦλλες κττ. κοιν. ‖ Φρ. Παρὰ βούλλα (μικροῦ δεῖν, παρ’ ὀλίγον, τῆς λ. λαμβανομένης ὡς μέτρον ἐλάχιστης ἀποστάσεως, οἷον : παρὰ βούλλα τὸν ἐπῆρε ἡ σφαῖρα) Πελοπν. (Μεσσ.) Συνών. φρ. παρὰ τρίχα. γ) Ἴχνος ἢ οὐλὴ ἰαθείσης πληγῆς ἢ ἐξανθήματος σύνηθ. : Τὸ πρόσωπό του εἶναι ὅλο βοῦλλες ἀπὸ βλογιˬά. δ) Σκληρὸν σάρκωμα τῆς χειρός, εἶδος ἀκροχορδόνος Κύπρ. Σκῦρ. ε) Σημεῖον διακριτικὸν σύνηθ. : Βάλε βούλλα νὰ μὴν τὸ ξεχάσῃς. Νὰ τοῦ βάλουμε 'ς τὸ μέτωπο βούλλα γιˬὰ νὰ τὸν γνωρίσουμε (χαριτολογία). σ) Σημεῖον διὰ κοπῆς τῶν ὤτων αἰγοπροβάτων πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ τῶν ἄλλων Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Μαζαίικ.) Σίφν. κ.ἀ. ἢ σημεῖον γινόμενον διὰ πυρακτωμένου σιδήρου εἰς τὴν κεφαλὴν εἴτε ἄλλο μέρος τοῦ σώματος διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν Κίμωλ. Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ. Συνών. βούλλωμα 5. 3) Σήμαντρον, σφραγὶς μὲ τὴν ὁποίαν σφραγίζεταί τι, οἷον ἔγγραφον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. : Φρ. Βάζω βούλλα (σφραγίζω) κοιν. Χτυπῶ τὴ βοῦλλαν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τραπ. Βασιλικε͜ιὰ βούλλα χρειάσκε (ἐχρειάσθησαν πολλοὶ κόποι) Θρᾴκ. Θέλει νὰ ἔχῃ τὴ βούλλα (νὰ διοικῇ) Λεξ. Βλαστ 503 Ἔβαλε βούλλα (ἔφθασεν εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμὸν τῆς ἐπιδεξιότητος, καλλονῆς, μαθήσεως κττ.)Λεξ. Αἰν. Σὰν τὸ δικό μου πρᾶμα, βάλε βούλλα (δηλ. εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῇ τὴν σφραγῖδα τῆς ἐξαιρετικῆς ποιότητος, ἄρα εἶναι τέλειον, ἐξαίρετον) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σὰν τὸ δικό μου παιδί, βάλε βούλλα (δηλ. ἔχει ἔξοχα προσόντα) αὐτόθ. β) Τὸ ἀποτύπωμα τῆς βούλλας, ἡ σφραγὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) : Φρ. Ἔχει βούλλα τὸ δεῖνα πρᾶμα (ἔχει ἀξίαν). Καρπούζι-πεπόνι μὲ τὴ βούλλα (ἐφ’ οὗ διανοίγεται ὀπή, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ποιότης του, ἂν εἶναι ὥριμον, τοῦ ὁποίου δηλ. ἡ ὀπὴ ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ σφραγῖδα τῆς καλῆς ποιότητος) κοιν. Ἀσήμι–χρυσάφι τῆς βούλλας (τὸ φέρον ὡρισμένον ἀποτύπωμα ὡς σημεῖον τῆς γνησιότητός του) Λεξ Βλαστ. 484 Σταυρὸ κὶ βούλλα (ἐπὶ τελείας παύσεως, διότι εἰς τὰ ἔγγραφα τελευταία τίθεται ἡ σφραγίς, συνών. φρ. τελεία καὶ παύλα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Ποίκιλμα ἔχον ὁμοιότητα πρὸς τὸν τύπον σφραγῖδος Λεξ. Αἰν. δ) Ἀποτύπωμα προερχόμενον ἀπὸ πίεσιν ἢ τριβὴν σύνηθ. : Ἔχει ᾿ς τὰ μπούτιˬα - ’ς τὰ χέριˬα βοῦλλες ἀπὸ τσιμπήματα. ε) Κοίλωμα ἐκ πιέσεως Κύπρ. ς) Τὸ ἐκ τοῦ γέλωτος σχηματιζόμενον εἰς τὴν παρειὰν κοίλωμα Κύθηρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνων. λακκάκι. 4) Χρωματισμὸς ζῴου εἰς μέρος τι τοῦ σώματος ἐν εἴδει ἀποτυπώματος σφραγῖδος Κύπρ. 5) Ἡ ὕλη τῆς ὁποίας γίνεται χρῆσις πρὸς σφράγισμα, οἷος ὁ λεγόμενος Ἱσπανικὸς κηρὸς Πόντ. (Κερασ.) κ. ἀ. -Λεξ. Αἰν. Συνών. βουλλοκέρι, βουλλωτήρι 1γ. 6) Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν, πρόεδρος κοινότητος Θρᾴκ. 7) Ἡ εἰς τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου ὑπάρχουσα ἀνάγλυφος παράστασις Ἰων. (Ἐρυθρ.) : ᾎσμ. θὰ τοῦ δώκῃ θέλ’ ἀπ᾽ οὕλα, | δαχτυλίδι μὲ τὴ βούλλα (βαυκάλ.) β) Χρυσοῦς δακτύλιος ἀρραβῶνος φέρων παράστασιν εἰς τὴν σφενδόνην Προπ. (Κύζ.) γ) Ἔγγραφον ἐπίσημον σεσημασμένον διὰ σφραγῖδος Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Παξ. : ᾎσμ. Κ᾿ οἱ φυλαχτᾶδες φύλαγαν, πιˬάνουν τὸ χαρτοφόρο, παίρνουν τοὶς βοῦλλες, τὰ χαρτιˬά,’ς τὸ Γρίβα τὰ πηγαίνουν Θεσσ. δ) Ἄδεια γάμου Μακεδ. 8) Ταινία ὑφάσματος μὲ τὴν ὁποίαν δένονται οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς ἀποτύφλωσιν, τυφλοπάννιον (σημ. ἀπηρχαιωμένη εὑρισκομένη μόνον εἰς φρ.) : Φρ. Τοῦ ᾽βαλε τὴ βούλλα (τοῦ βούλλωσε, τοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ μεταφ. τὸν ἐξηπάτησε) Σῦρ.Τοῦ 'παιξε μιˬὰ βούλλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ καὶ δὴ ἐπὶ ἀπάτης συνεπαγομένης ἀφαίρεσιν χρημάτων ἢ πραγμάτων) Κρήτ. Περὶ τῆς λ. ἐν τῇ σημ. ταύτῃ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἡμερολ. Μ. Ἑλλάδ. 1930 σελ. 424.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/