βρυχητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυχητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρυχητὸς ὁ, αμαρτ βρουχητὸς Κάρπ. Κῶς Ρόδ. βρουχητὸ τό, Κάρπ. Κρήτ. βροχητὸ Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρυχε͜ιέμαι.
Σημασιολογία
1) Βρυχηθμός, βοή, θόρυβος Κάρπ. Κρήτ. Κῶς Ρόδ: Ὁ βρουχητὸς τοῦ νεροῦ Ρόδ. Ἐκε͜ιὰ ποῦ μιλοῦε, ’κούεται ἕνας βρουχητὸς ’πομέσα μὲ τὸ δάσος Κῶς Ἄγριος βρουχητὸς Κάρπ. ᾿Εκούσθη ὁ βρουχητὸς τοῦ ἀτοῦ-τοῦ ἔφιου κττ. (ἀτος=ἀετός, ἔφιος=ὄφις) Ρόδ. || ᾎσμ. Τῆς θαλάσσας τὸ βρουχητὸ ἀκούω καὶ τρομάζω, σὰ τῆς ἀγάπης τὸ καμὸ καὶ βαρεˬαναστενάζω Κάρπ. Καὶ νά, π᾿ ἀκούει βρουχητό, γυρίζει πίσω, βλέπει τὸ σύdεκνό του ποῦ ’τρεχε γιˬὰ νὰ τὸνε προφτάσῃ Κρήτ. 2) Θρῆνος, ὀδυρμὸς Κύθηρ.: Τί κλάημα καὶ τί βροχητό! Πβ. βρυχιˬατό, βρύχισμα, βρυχισμός, βρυχίστημα, βρῦχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA