βῶκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βῶκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βῶκος ὁ, Θήρ. Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκοπ. Τσακίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. Ρόδ. -Λεξ. Δημητρ. βῶκους Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀνδριανούπ.) βδῶκους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Θηλ. βώκαινα Πόντ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βῶκος Πβ. Θεόκρ. 10.38 «ἦ καλὰς ἄμμι ποιῶν ἐλελήθει βῶκος ἀοιδᾶς».

Σημασιολογία

1) Βοῦς Θρᾴκ. (Αἶν. Γεν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Προπ.: Σὰ dὸ βῶκο εἶναι τοῦτος ὁ ἄνθρωπος (δηλ. εὐήθης) Θήρ. Ἔκατσε σὰ dὸ βῶκο καὶ μᾶς κοίταζε (σὰν ἠλίθιος) Τσακίλ. Ἅμον βῶκος εἷναι Τραπ. || ᾎσμ. Βρίσκει ἕνα κούφιˬο δέdρο | μέσα οὕλο χουχλουβάγιˬες, χούχλου bούχλου οἱ χουχλουβάγιˬες, | ξέχασε ’ς τὸ χού χλου bούχλου ἔχασε τὸ μαῦρο βῶκο | και τὸ ’νὶ καὶ τὸ ζ’γολέρι, τὸ τσουβάλι πὲ τὸ σπόρο (’νὶ=ὑνί, ζ’γολέρι=ζυγὸς μαζὶ μὲ τὸ λουρὶ, πὲ=μὲ) Γέν. 2) Μεταφ. εὐήθης ἀγροῖκος Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ. Μάδυτ. Σηλυβρ. Τσακίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ.: Εἴνι ὅλως διόλου βῶκος Σηλυβρ. Ἀτὸς βῶκος ἕν’, οὐτ’ ἐγροικᾷ Ὄφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/