γαγγλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαγγλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαγγλώνω ἀμάρτ. γαgλώνω Κρήτ. βαγγλώνω Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάγγλα ἢ γαγγλί.

Σημασιολογία

1) Δίδω σχῆμα ἑλικοειδὲς Κρήτ.: Γαgλώνω τὴ στράτα. Καὶ ἀμτβ. λαμβάνω σχῆμα ἑλικοειδές: Ὁ ὄφις γαgλώνει. Συνών. γαγγλαδώνω 1. Μετοχ. γαgλωμένος=σπειροειδὴς ἢ κυματοειδής. Μαλλιˬά γαgλωμένα. β) Δίδω σχῆμα πτυχῆς Ρόδ.: Βαγγλώνω τὴ φούστα 2) Γαγγλαδώνω 2, ὃ ἰδ., Κρήτ. 3) Γαγγλαδώνω 3, ὃ ἰδ., Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/