γαλασπρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλασπρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλασπρίζω Πάρ. (Παροικ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τοῦ ρ. ἀσπρίζω.
Σημασιολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τοῦ ρ. ἀσπρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA