γαργάρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργάρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαργάρισμα τό, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γαργαρίζω (Ι).

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ κάμνῃ τις γαργαρισμοὺς σύνηθ.: Μὲ τὰ πολλὰ γαργαρίσματα καθάρισι ὁ λαιμός μου. 2) Τὸ πρὸς πλύσιν τοῦ στόματος χρησιμοποιούμενον ὑγρὸν πολλαχ. 3) Ὁ φλοῖσβος τοῦ ρέοντος ὕδατος πολλαχ. 4) Ὁ κρότος ὁ παραγόμενος κατὰ παιδιάν, καθ' ἣν ὀλισθαίνουν καθήμενοι ἐπὶ σανίδος εἰς μέρος πρανὲς (τοῦτο συμβαίνει ἐν χιονοδρομίαις ἢ παγοδρομίαις) Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/