γαριδίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριδίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαριδίτσα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀμάρτ. Βυζαντ. γαριδίτσα (πβ. γαρίδα), πιστούμενον ἐκ τοῦ παραλλήλου τύπου καριδίτσα. Βλ. Πρόδρομ. ΙΙΙ, 276 (ἔκδ Hesseling-Pernot σ. 60): «καὶ καραβίδας ἐκζεστάς, τηγάνου καριδίτσας».

Σημασιολογία

Ἡ μικρὰ γαρίδα πολλαχ.: Δὲ μοῦ δίνεις καὶ μένα μερικὲς γαριδίτσες γιˬὰ δόλωμα ; Μ᾽ αὐτὲς τὶς γαριδίτσες θὰ μᾶς ξεμπλέξῃς, δίχως ἄλλο μεζέ; Συνών. γαρίδι, γαριδούλα, λειˬανογαρίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/