γελῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γελῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γελῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) γελάω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γεῶ Κρήτ. (Σφακ.) γελάου Εὔβ. (Ἀνδρων. Βρύσ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Λεντεκ. Παιδεμ. Παππούλ. Πυλ. Σουδεν. Τριφυλ. Χατζ.) γιλάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιλῶ Ἤπ. Θεσσ. (Δομοκ. Τρίκερ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον) Σάμ. Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) ἐνgελῶ Ἀπουλ. (Στερνατ.) νgελῶ Ἀπουλ. (Στερνατ.) γελοῦ Θρᾴκ (Κεσάν.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκῦρ. γιλοῦ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Αἶν. Δαδ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ’λῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γελνῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) gελῶ Ἀπουλ. (Μαρτ.) gιλῶ Ἀπουλ. (Μαρτ.) κελῶ Ἀπουλ. (Κοριλ. Μαρτ.) γεοῦ Βιθυν. (Κατιρλ.) ’ελῶ Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. ’εῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ιλῶ Θεσσ. (Τίρναβ. Τρίκκ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.) ’ιλάου Μακεδ. (Σιάτ.) γιˬαλῶ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Πωγών.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καραγ.) Μακεδ. (Βόϊον Καστορ. Μελέν. Νιγρίτ. Σέρρ.) Προπ. (Κύζ.) γιˬαλάω Ἤπ. (Ἰωάνν.) Καππ. (Ἀραβάν.) Μακεδ. (Ἀρν. Μελέν.) γιˬαλάου Θεσσ. (Τρίκερ. Τσαγκαρ.) γιˬάω Καππ. γϊάγω Καππ. (Φάρασ.) γιλάγου Ἤπ. Θεσσ. (Καρδίτσ.)-Α.Οἰκονομίδ., Τραγούδ. Ὀλύμπ., 108 γεῶ ’μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γελοῦρ ἔμι Τσακων. (Καστάν.) γιˬοοῦρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) Ἀόρ. ἐγέλακα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Λέσβ. γέλακα Εὔβ. (Βρύσ. Κύμ.) Μέγαρ. ἐγιˬάκα Τσακων. (Μέλαν.) γιˬάσα Καππ. (Φάρασ.) Μέσ. γελε͜ιῶμαι Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γελε͜ιῶμαι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γε-ε͜ιῶμαι Μεγίστ. ’ελε͜ιῶμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γελε͜ιοῦμαι Θήρ. Κρήτ. Σύμ.- Ι.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 83, 261 Ε. Φραντζεσκ., Ἀριάδν., 11-Λεξ. Γαζ. Πρω. Δημητρ. γιλε͜ιοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ.) γε-ε͜ιοῦμαι Κάσ. Κύπρ. (Λεμεσ.) Κῶς Σύμ. γεγε͜ιέμαι Σίφν. γελοῦμαι Κρήτ. γελάσκουμαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γελάγουμαι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀόρ. ἐγιˬάσμα Τσακων. (Μέλαν Πραστ.) Ἀπαρ. γελεῖ Καλαβρ. (Γαλλικ.) γελάει Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) γελασῆναι Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γελασῆν’ Πόντ. (Κερασ.) γελᾶναι Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μετοχ. γεοῦ Τσακων. (Μέλαν.) γιˬοοῦ Τσακων. (Μέλαν.) γελῶντα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λεντεκ.) γελῶντας Ἀθῆν. γελῶdα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γελῶdας Πελοπν. (Γαργαλ.) γελῶντα Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) γελῶνdα Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Κύπρ. γελιˬῶντας Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) γελῶdες Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. γελῶdις Πελοπν. (Δίβριτσ.) γελάσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Στερνατ.) γελάονdα Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) γελάγοντα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γελούμενος Εὔβ. (Βρύσ. Κύμ.) Ζάκ. (Μαχαιράδ.) Ἤπ. (Κόνιτσ. Μαργαρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κῶς-Γ.Ξενόπ., Ἀναδυομέν., 198 Μ.Τσιριμῶκ., Σονέττ., 65 Κ.Κρυστάλλ., Ἔργα 1, 77, 105 Χ.Χρηστοβασ., Διηγ. Θεσσαλ., 9 Μποέμ, Ἀγριολούλ., 33 Ι.Παναγιωτόπ., Ν. Ἑστ. 18 (1935), 987 Νουμᾶς 1910, 245 γιλούμινους Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγορ.) Θεσσ. Λευκ. Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ. Καστορ. Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γελούμενες Σκῦρ. γελασούμενος Μεγίστ. Πόντ. (᾽Ινέπ.)-Λεξ. Περίδ. γιλασούμινους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γελαζούμενος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)-Α.᾽Εφταλ., Μαζώχτρ., 39, 104-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. γιλαζούμινους Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) γελάμενος Κῶς γελαγμένος Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) γελαμένος Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γελαμ-μένο Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) γιλάμινους Θεσσ. (Ἀνατολ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. γελῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐκσπῶ εἰς γέλωτας, ἐκφράζω αἴσθημα χαρᾶς ἢ εὐαρεσκείας διὰ κινήσεων τῶν μυῶν τοῦ προσώπου, ἰδίως τῶν χειλέων καὶ τῶν παρειῶν, συνοδευομένων ἀπὸ ἀλλεπαλλήλους ἠχηρὰς ἐκπνοὰς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φάρασ. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.) : Εἶπε κἄτι καὶ γελάσαμε. Γελῶ χωρὶς ὄρεξη. Τὰ παιδιˬὰ παίζουν καὶ γελοῦν. Γελάσαμε πολὺ ’ς τὸ θέατρο. Ἔφυγε-ἦρθε γελῶντας κοιν. Ἂ βασταχτῇς καὶ δὲ ’εάσῃς, θά ’ναι θάμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μ’ ἔκαμε τσαὶ γέλακα Εὔβ. (Βρύσ.) Γιλάου μοναχός μ’, ἅμα τούι θ’ μᾶμι ἰκεῖνου ντοὺ ζουρλὸ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὅλ-λες αἱ γειτόνισσες ἐγελάσασι τσ’ ἀναμbαίζ-ζαν dην Μεγίστ. Γέλασα πουλὺ σήμιρα κὶ μὶ πόισαν τὰ μηλίγγιˬα μ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Éσ-σών-νω γελάει, γιˬατὶ δέμ-μοῦ τὸ φέρ-ρει ἡ καρdία (δὲν μπορῶ νὰ γελάσω, διότι δὲν μοῦ τὸ φέρει ἡ καρδία· δὲν ἔχω διάθεσιν νὰ γελάσω) Χωρίο Ροχούδ. Ἦμ-μον γελάονdα (ἐγέλων) αὐτόθ. ’É σ-σώdζομεν gελάσει (δὲν ἠμποροῦμεν νὰ γελάσωμεν) Στερνατ. Γέλασο πούρου ἰσοὺ κὰ στέει πάντα πρικὸ (=γέλασε ἐπίσης ἐσύ, ποὺ εἶσαι πάντα λυπημένος) αὐτόθ. ᾿Εστὲ ἔρκομο γελῶνdα (χθὲς ἠρχόμην γελῶν) Μπόβ. Τὸ γελᾷς, ντό ἔν’; (ποῖον εἶναι ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον γελᾷς;) Κοτύωρ. Γέα γά, νὰ ντι καμαροῦ (γέλα δά, νὰ σὲ καμαρώσω) Μέλαν. Τὸν εἴδανε τὰ θηλυκὰ τσαὶ γελάκανε Μέγαρ. Μὴ γιˬαλᾷς, ὅταν σὲ μ’λάου Μακεδ. (Καστορ.) Πόζαν ἤκαμες τὴν ἀζααλιˬά, ’ελᾷς τσόλα (δὲν φθάνει ποὺ ἔκαμες τὴν ζημίαν, ἀλλὰ γελᾷς κιˬόλας) Κάλυμν. Ἔει ἕνα γρόνον ποὺ τὸ ἕναν κακὸν ὣς τὸ ἄλλον ἡ μουτσούνα μας ’ὲν ἐγέλασεν (ποὺ =ἀπὸ) Κύπρ. (Λεμεσ.) Ἔφυε γελῶdες Ὀθων. Πάει τὴ βρύση γελῶdας Πελοπν. (Γαργαλ.) Πάει τὴ ρούγα γελῶdις Πελοπν. (Δίβριτσ.) Δὲ γιλοῦν ἔτσ’ οὑ κόσμους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γιὰ νὰ γιλάῃς τοὺ καταπόδ’ (διὰ νὰ γελᾷς ὕστερον) Μακεδ. (Νιγρίτ.) || Φρ. Γελῶ μὲ τὴν καρδιˬά μου (ἐπὶ ἀκατασχέτου γέλωτος. Πβ. Ὅμ. ι 413 «ἐμὸν δ’ ἐγέλασσε φίλον κῆρ»). Γέλασα μὲ τὴν ψυχή μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Γελῶ χωρὶς ὄρεξη (ἄνευ διαθέσεως). Εἶναι νὰ γελᾷς! (ἐπὶ ἀστείας ὑποθέσεως). Οὔτε κλαίει οὔτε γελάει (ἐπὶ πραγμάτων μετρίας ποιότητος καὶ ἐπὶ ἀσταθοῦς καιροῦ). Θὰ γελάσῃ τὸ παρδαλὸ κατσίκι (ἐπὶ ἀποκαλύψεως σκανδάλου ἢ καὶ ἐπὶ ἀνακοινώσεως ἀστείου). Γελᾷ μοναχός του (ἐπὶ ἠλιθίου). Δὲν εἶναι παῖξε γέλασε (ἐπὶ πιθανῆς ἀντιρρήσεως ἢ γνώμης ἄλλου ἢ εἰς ἔνδειξιν σπουδαιολογίας). ᾿Εγὼ δὲ γελῶ! (ἐμφαντικῶς πρὸς δήλωσιν τῆς σοβαρότητος ἢ ἀπειλῆς. Συνών. φρ. δὲν ἀστειεύομαι!). Γελοῦν καὶ τ’ ἀφτιˬά του-τὰ μουστάκιˬα του (ἐπὶ μεγάλης χαρᾶς) κοιν. Γελάει κάτου ἀπὸ τὰ μουστάκιˬα του (εἰς ἐκδήλωσιν ἱκανοποιήσεως) πολλαχ. Θὰ γελάσῃ τὸ γουρούνι (ἐπὶ ἀποκαλύψεως σοβαρᾶς ὑποθέσεως ἢ καὶ ἐπὶ ἀνακοινώσεως ἀστείου) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Εἶι γιˬὰ νὰ γιλάῃ τοὺ γ’ρού’ (ἐπὶ γελοίου πράγματος) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Γελάει ἀποὺ κάτ’ ἀ ’τὴ μύτη (γελᾷ εἰρωνικῶς) Βιθυν. (Κατιρλ.) Πβ. Ἀνθολ. Παλατ. 5, 177 «σιμὰ γελῶν». Γελοῦσιν τ’ οἱ ποδκιˬές μας (ἐπὶ μεγάλης χαρᾶς) Κύπρ. Κ’ οἱ ποδιˬές τση ᾽εοῦσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γελοῦ dὰ μάθιˬα dου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Γαργάλα με, νὰ γελάσω (εἰρωνικῶς ἐπὶ μὴ ἐπιτυχοῦς ἀστείου) Πελοπν. (Κοπαν.) ᾿Εγέλασες; θὰ βρέξῃ (ἐπὶ σκυθρωπῶν, ἐπὶ τῶν σπανίως γελώντων) Κεφαλλ. Ὄ γιˬάτσε τὸ χείι σι (δὲν ἐγέλασε τὸ χεῖλος του· ἐπὶ διαρκῶς λυπημένου, στενοχωρημένου ἀνθρώπου) Πραστ. Δὲν τοῦ γιλᾷ τοὺ πρόσουπου (ἐπὶ ἀνθρώπου σκυθρωποῦ καὶ αὐστηροῦ χαρακτῆρος) Ἤπ. Πβ. Αἰσχύλ., Ἀγαμ. 794 «ἀγέλαστα πρόσωπα». Γελᾷ κιˬ ὁ νοικοκύρης (ἐπὶ μωρῶν, οἵτινες χλευαζόμενοι γελοῦν καὶ αὐτοὶ μὴ ἐννοοῦντες, ἀλλ᾽ ὑπολαμβάνοντες ὅτι περὶ ἄλλων ὁ λόγος ἢ ἐπὶ τῶν ἀδιαφορούντων διὰ τὰς πρὸς αὐτοὺς ὕβρεις) Ἤπ. Κρήτ. Νάξ. Φολέγ. Εἶναι γιˬὰ νὰ γελοῦν κ’ οἱ πεθαμένοι (ἐπὶ γελοίου συμβάντος ἢ λόγου) Κεφαλλ. Εἶι νὰ γιλοῦν κ’ οἱ πικραμέ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γελᾷ, σὰ νὰ dοῦ ἑτοιμάζου dὸ σφοgᾶτο (ἐπὶ ἀκαίρου, ἀναιτίου γέλωτος) Κρήτ. Γεᾷ, σὰ νὰ dοῦ καθαρίζουσι ἀβγὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. (Σφακ.) Μὴ γελᾷς, γιˬατὶ φαίνοdαι τὰ δόιdια ζου (εἰρων. πρὸς τὸν γελῶντα ἄνευ αἰτίας ἢ σαρκαστικῶς εἰς βάρος ἄλλου). Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γιλοῦν κ’ οἱ πέτρις (ἐπὶ πράξεως ἀστείας) Τῆν. (Ἰστέρν.) Γέλασαν κ’ οἱ πέτρες (ἐπὶ εὐτυχοῦς γεγονότος) Πελοπν. (Γεωργ.) Τοῦ γέλασ’ ἡ τύχη του (ηὐνοήθη ὑπὸ τῆς τύχης του) Ἀθῆν. Γελάει τὸ ροῦχο (τὸ ροῦχο ἔχει παλαιωθῆ, ἔχει τρυπήσει) αὐτόθ. Τὸ λῶμαν γελᾷ ἀπάν’ ἀτ’ (τὸ ἔνδυμα εἶναι καλῶς ἐρραμμένον, ἐφαρμόζει καλῶς ἐπάνω του) Κοτύωρ. Γελάει τὸ παπούτσι του (εἶναι ξηλωμένον τὸ ὑπόδημά του) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γελᾷ τὸ μέτρο (ἐπὶ μετρήσεως ὑγρῶν· ὅταν τὸ ἐντὸς δοχείου, χρησιμοποιουμένου διὰ τὴν μέτρησιν, ριπτόμενον ὑγρὸν ἀρχίζη νὰ χύνεται, ὅταν τὸ δοχεῖον ἐκχειλίσῃ) Λευκ. Γελᾷ ὁ τόπος (ἐπὶ καλοῦ καιροῦ) Ἀθῆν. Πβ. Ὅμ. Τ 362 «γέλασε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν | χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς». Ἡ θάλασσα γελᾷ (εἶναι γαληνιαία) Κερασ. Πβ. Ἡσύχ. «γελαρῆς· γαληνή. Λάκωνες». Γελᾷ τὸ μονοπάτιν (διαφαίνεται, διακρίνεται ὁ στενὸς δρόμος) Κύπρ. Γελάει τ’ ἀdί (ἀρχίζει νὰ φαίνεται τὸ ξύλον εἰς τὸ ὁποῖον τυλίσσεται τὸ στημόνι, τελειώνει ἡ ὕφανσις) Πελοπν. (Λεῦκτρ. Οἴτυλ.) Ἐᾷ τ’ ἀdὶ-τὸ πεdάδι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γελάει τὸ πισάντι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ’Αθῆν. Συνών φρ. ἤσκασε τ’ ἀdί. Τοῦ γέλασε (τοῦ ἐφέρθη φιλοφρόνως) Πελοπν. (Μάν.) Ὁ καιρὸς γελάει (ὁ καιρὸς γίνεται αἴθριος. Συνών. φρ. ὁ καιρὸς ἄνοιξε μάτι) Πελοπν. Γελάει ἡ μέρα (ἐξημέρωσε) Πελοπν. (Μάν.) Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 2021 (ἔκδ. Μηλιαρ., σ. 74) «ὅτ’ ἄρχισεν ἡ ἀνατολὴ κ’ ἐγέλασεν ἡ μέρα | καὶ ἔλαμψεν ὁ ἥλιος εἰς τῶν βουνῶν τὲς ἄκρες». Γελάει τὸ ψωμὶ (ἡ ἄνω ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου ἔχει σχισμὰς ἕνεκα ἀναμείξεως κατὰ τὸ ζύμωμα ἀλεύρων ἐκ σίτου καὶ ἀραβοσίτου) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἅμον ἄναλον χαλβᾶ ἐγέλασες (ὁ γέλως σου εἶναι παντελῶς ἐστερημένος ἅλατος, ὡς ὁ χαλβᾶς· ἐπὶ ἀηδῶς γελῶντος) Κερασ. Κοτύωρ. Νὰ μὴ γιλά’ τ’ ἀχεί’ τ’ (ἀρά· νὰ μὴ γνωρίσῃ χαρὰν) Θεσσ. (Δομοκ.) Νὰ μὴ γελάσ’ ἡ καρκά σου! (ἀρά· νὰ μὴ γελάσῃ ἡ καρδία σου) Κύπρ. (Λεμεσ.) Δὲν ἐγέλασα ἀκόμη ἐφέτος κεράσιˬα (δὲν ἔφαγα, δὲν ἐδοκίμασα ἀκόμη ἐφέτος κεράσιˬα) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) || Παροιμ. Ἀλλοῦ κλαῖνε κιˬ ἀλλοῦ γελᾶνε (ἐπὶ διαφόρου ἐν τῇ ζωῇ καταστάσεως τῶν ἀνθρώπων) κοιν. Γέλασ’ ἡ κατσίκα, ποὺ φάνηκε τῆς προβατίνας ὁ κόλος (ἐπὶ ἀναιδῶν καὶ κακοτρόπων, αὐστηρῶς ἐπιτιμώντων ἀγαθὸν ἄνδρα, ἂν τυχὸν ἴδωσί ποτε αὐτὸν παρεκτρεπόμενον) Ἀθῆν. Ὁ κουζουλὸς τὰ θωρεῖ καὶ τὰ δὲ θωρεῖ γελᾷ (ἐπὶ μωροῦ, ὅστις γελᾷ ἄνευ λόγου) Κρήτ. Γελᾷς, ἀγᾷ μου, μὰ κακὰ γελᾷς (ἐπὶ διαψεύσεως ἐλπίδων) Αἴγιν. Ἢ θὰ σκούξουμι ὥς τοὺμ πάτου ἢ θὰ γιλάσουμι (ἐπὶ ὑποθέσεων ἀμφιβόλου ἐξελίξεως, ἐπιτυχοῦς ἢ ἀτυχοῦς) Ἤπ. (Δωδών.) Ἦρθ’ ὁ καιρὸς νὰ γελάσῃ κιˬ ὁ φτωχὸς (ἐπὶ τῆς ἐπὶ τὰ βελτίω μεταβολῆς ἀτυχοῦς καταστάσεως) Δ.Κρήτ. Γελᾷ ποὺ κλάνει, μὰ δὲν τοῦ πιˬάνει (ἐπὶ ἀναιδῶν ἐγκαυχωμένων ἀντὶ νὰ αἰσχύνωνται διὰ τὰς αἰσχράς των πράξεις) Κύθν. Γελᾷ ὁ τρελλὸς ’ς τ’ ἀγέλαστα (ὁ πολὺς καὶ ἄμετρος γέλως ἐλέγχει ἀσυνεσίαν) Ζάκ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Πβ. καὶ Παροιμιογρ 2, 340 (ἔκδ. Leutsch) «γελᾷ δ’ ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ». Ἀπὸ μάννας ’κ’ ἐγέλασα κιˬ ἀπὸ κυροῦ ’κ’ ἐχάρα | κιˬ ἀπὸ τῆ χώρας τὸ παιδὶν καλὸν ἡμέραν ’κ’ εἶδα (ἀπὸ μάννα δὲν ἐγέλασα καὶ ἀπὸ πατέρα δὲν ἐχάρην καὶ ἀπὸ τὸ ξένον παιδίον καλὴν ἡμέραν δὲν εἶδα· ἐπὶ γυναικὸς ἀπορφανισθείσης εἰς μικρὰν ἡλικίαν καὶ ταχέως χηρευσάσης) Κερασ. || Γνωμ. Ὅγο͜ιος ζὲ κακίζει, ζὲ κάνει καὶ γελᾷς (ἐπὶ τῶν ἀποφευγόντων νὰ ψέξωσι τὰ ἐλαττώματα ἄλλων, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσουν αὐτοὺς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πίσ-σου θέλει καλό, σὲ κάν-νει καὶ κλαίει, πίσ-σου θέλει ἄχαρο, σὲ κάν-νει καὶ γελᾷ (ὅποιος σοῦ θέλει καλό, σὲ κάμνει καὶ κλαίεις, ὅποιος σοῦ θέλει κακό, σὲ κάμνει καὶ γελᾷς) Μπόβ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Μὶ τὰ μάτιˬα ποὺ γιλᾷς, θὰ κλάψ’ς (μετὰ τὴν χαρὰν ἀκολουθεῖ ἡ λύπη) Λέσβ. Ὁ γνωστικὸς θυμᾶται καὶ γελᾷ, ὁ τρελλὸς βλέπει καὶ γελᾷ (τοῦ μὲν συνετοῦ ὁ γέλως προέρχεται ἐξ ἐπιγνώσεως τοῦ γελοίου, τοῦ δὲ μωροῦ ἐκ τῆς πρώτης ἐντυπώσεως) Προπ. (Κύζ.) Ὅπο͜ιους γκρινιˬάζ’ ἀδυνατίζ’, κιˬ ὅπο͜ιους γιλάει παχαί’ (ὁ εὔθυμος ἄνθρωπος ἔχει εὐρωστίαν, ἐνῷ ὁ μεμψίμοιρος καχεξίαν) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μάρτης εἶναι, χάδιˬα κάνει, | πότε κλαίει, πότε γελάει (διὰ τὸ εὐμετάβολον τοῦ καιροῦ κατὰ τὸν μῆνα Μάρτιον) Πελοπν. (Καρδαμ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἂς γελᾶμε κιˬ ἂς πηδᾶμε, | γιˬὰ νὰ λὲν πὼς δὲν πεινᾶμε (ἐπὶ τῶν δι’ ἐπιπλάστου εὐθυμίας προσπαθούντων νὰ ἀποκρύφουν τὴν στενοχωρίαν των) Ἤπ. || Αἴνιγμ. Κατεβαίνει γελῶdας καὶ ἀνεβαίνει κλαίοdας (τὸ δοχεῖον ἀντλήσεως ὕδατος) Κύθηρ. || ᾌσμ. Ἀνὲ ’bοθάν’, ἀγάπη μου, ποτέ σου μὴν ἀλλάξῃς, μὴ dραγουδήξῃς, μὴ χαρῇς, μὴ bαίξῃς, μὴ γελάσῃς Κρήτ. Ἂν ποίκῃ χρόνον, μὴ λουσκῇς, καὶ ’ς σὰ δυˬὸ μὴ γελάῃς, ’ς σὰ τρία καὶ ’ς σὰ τέσσερα καὶ μένα νὰ ζητάῃς Τελμ. Τὰ μάτιˬα σου μὲ σφάζουνε, ὅταν τὰ χαμπηλώνῃς κιˬ ὅταν τὰ παίζῃς καὶ γεᾷς, ’ς τὸ στῆθος μὲ πηγώνεις (πηγώνεις=πληγώνεις) Βιθυν. (Κατιρλ.) Τώρει τεῖνο πὄχει ’gαπημένα, ποὺ γελῶντα φιλεῖ τὰ μάτιˬα σου ταὶ σὲ σ-σίφτει ’ς τὸ πέτ-το του, ὠιμένα (τώρει=θώρει, βλέπε, σ-σίφτει=σφίγγει, πέτ-το=στῆθος) Καλημ.- Ποιήμ. Γελοῦνε τ’ ἄνθη, τὰ νερά, | λαλεῖ ἡ νεροχελώνα Α.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 49. Ἔχουν τὰ μάτιˬα της, | ὅπου γελοῦνε, τὸ χρῶμα πού ’ναι | ’ς τὸν οὐρανό Δ.Σολωμ 180 Καθάρε͜ιος, καταγάλανος ὁ οὐρανὸς γελάει Κ.Κρυστάλλ., Ἔργα. 1, 192. 2) Χλευάζω, περιγελῶ, κοροϊδεύω τινὰ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ.): Γελάει ὁ κόσμος μ’ αὐτόν. Ὅλοι γελοῦν μαζί του κοιν. Τὸν γελᾶνε, γιˬατὶ εἶχε ἀνάποδα τὰ ροῦχα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θὰ μὶ γιλάῃ οὑ κόσμους Τῆν. (Πύργ.) ᾿Εγιˬὼ ’ὲθ-θέλω νὰ γελᾷ ὁ κόσμος πάνω ’ς τὴ ράημ-μου Κύπρ. (Λεμεσ.) Ἦρθε περικαλιˬῶdις κ’ ἔφυγε γελῶdις Πελοπν. (Δίβριτσ.) Λέσι μού το καὶ θαρρῶ πὼς μὲ γελοῦνε Σίφν. Ὅλοι μὶ παίρνουν γιˬὰ χαζὸν κὶ γιˬαλοῦν μιτ’ ἰμένα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Δὲν τὶς μουλουγᾶι βέβιˬα, νὰ μὴ τ’ς γιλάῃ οὑ κόσμους Στερελλ. (Παρνασσ.) Ντὸ γελᾶτε μᾶσε; (διατί μᾶς περιπαίζετε;) Ὄφ. Τραπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Χρον. Μορ. Η στ. 8447 (ἔκδ. J. Schmitt) «διατὶ ἔχω αἰσχύνην κ’ ἐντροπὴν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Φραγκίαν, | νὰ μὲ γελοῦν οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι κ’ οἱ γειτόνοι». || Φρ. Μᾶς γελᾷ μπροστὰ ’ς τὰ μάτιˬα μας-’ς τὰ μοῦτρα μας κοιν. Πβ. καὶ Γαδάρ. διήγ. στ. 107 (ἔκδ. Wagner, σ. 127) «καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ ὀμπρὸς ’ς τὸ πρόσωπόν μας». Γελᾷ εἰς βάρος μου λόγ. κοιν. Πβ. καὶ Πλανούδ. (ἔκδ. Ε. Kurtz, σ. 203α) «ὑπὸ τοῖς ἡμετέροις γελᾷς ἀναλώμασι». Ὅπο͜ιος γελάει μὲ τὸν ἄλλον, γελάει μὲ τὰ μοῦτρα του (ἡ ὕβρις τὸν ὑβριστὴν ἀτιμάζει) σύνηθ. Ἀφνὴ γιλάει κὶ τοὺ ιρὸ ποὺ πί’ (ἀφνή=αὐτή· ἐπὶ φιλοκατηγόρου γυναικὸς καὶ χλευαζούσης τὰ πάντα) Μακεδ. (Βέρ.) || Παροιμ. Τῆς νύχτας τὰ καμώματα τὰ βλέπ’ ἡ μέρα καὶ γελᾷ (ἐπὶ τῶν ἐπιτελούντων ἀδεξίως ἐργασίαν κατὰ τὴν νύκτα καὶ χλευαζομένων διὰ τοῦτο κατὰ τὴν ἡμέραν) πολλαχ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. ᾿Εγὼ γελάω μὲ δώδεκα καὶ δεκατρεῖς μὲ μένα (ἐπὶ χλευάζοντος ἄλλους, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶναι ἀντικείμενον μεγαλυτέρου χλευασμοῦ) Ζάκ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Ὅλ’ γιˬαλοῦσαν γιˬὰ μένα, κ’ ἐγὼ ἔσκαζ’ ἀπὸ τὰ γέλιˬα (ἐπὶ ἀναιδοῦς ἢ μωροῦ συγγελῶντος μετὰ τῶν χλευαζόντων αὐτόν) Ἀραβάν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Πβ. Frag. Com. Graec. 4, 580, 31 «ἔπειτα δεῖ σκωπτόμενον ἐφ’ ἑαυτῷ γελᾶν». Νὰ μὴ γελάσῃς λάχανα, φυτρώνουν ’ς τὴν αὐλή σου (ἐπὶ τοῦ ὑφισταμένου ὅσα παρὰ τοῖς ἄλλοις ἄξια ψόγου κατηγορεῖ) Πέλοπν. (Γαργαλ.) Ὅ,τι κιˬ ἄν γελᾷς ἔρ’ται ’ς σὸ κεφάλι σ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πόντ. Γελᾶτε σεῖς, μὰ ’γὼ καβαλλαριˬὰ πηγαίνω (ἐπὶ τῶν ἀγαλλομένων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν των καὶ ἀδιαφορούντων διὰ τὰ σκώμματα ἢ ἐπικρίσεις τῶν ἄλλων) Θήρ. Χίος (Καρδάμ.) Κάθησ’ ἡ τσιμbλοῦ ’ς τὴσ-στράτα | τσαὶ γελᾷ τὴμ-μαυρομ-μάτα (ὁ ἄξιος ἐμπαιγμοῦ ἐμπαίζει τοὺς ἄλλους) Κάρπ. Κάθιτι τοὺ χ’ρούπ’ ’ς τοὺ δρόμου | κὶ γιλάει τοὺν κόσμουν ὅλου (χ’ρούπ’=κουρούπι, εὐτελὲς πήλινον δοχεῖον· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Τίρναβ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Κάθετ’ ἡ ποbὴ ’ς τὸ ιδιάβα καὶ γελᾷ μὲ τοῦ ιδιαβάτες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κλέφτης τὸ gλέφτη δὲ γελᾷ, πουτάνα τὴ bουτάνα (οὐδεὶς περιπαίζει τὸν ὅμοιόν του) Κεφαλλ. Γέλασ’ ἡ γάιδαρους τοὺν πιτ’νὸ κιφάλα (ἐπὶ τοῦ ἀποδίδοντος ἴδια ἐλαττώματα εἰς ἄλλους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Ἀρν.) Συνών. φρ. Εἶπε ὁ γάιδαρος τὸν πετεινὸ κεφάλα. || ᾎσμ. Πολλὲς νύχτες περπάτησα μ’ ἕν’ ὄμορφο κορίτσι· νὰ τὸ φιλήσω ντρέπομαι, νὰ τὸ εἰπῶ φοβοῦμαι καὶ νὰ τ’ ἀφήσω ἀφίλητο, ταχιˬὰ γελάει μ’ ἐμένα Α.Οἰκονομίδ., Τραγούδ. ᾽Ολύμπ., 80. Συνών. ἀναγελῶ 1, ἀνεμπαίζω, ἀναγορεύω 3β, κογιˬονάρω, κοροιˬδεύω, μασκαρεύω, περιγελῶ. 3) Ἀπατῶ, ἐξαπατῶ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Ἂν μπορέσω, θὰ σὲ γελάσω. Αὐτὸν δὲν τὸν γελᾷς εὔκολα. Τὸν γελᾷ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Τὸν γελάει ’ς τὸ ζύγι-’ς τὸ μέτρημα. Γελε͜ιέται εὔκολα. Γελάει τὸν κόσμο. Τί νὰ σοῦ κάνω; Γελάστηκα. Τῆς ἔταξε νὰ τὴν πάρῃ καὶ τὴ γέλασε. Τὸν γελάσανε καὶ τοῦ πήρανε τὰ λεφτά κοιν. Δὲ γιλε͜ιέτ’ εὔκουλ’ αὐτὸς κοιν. βορ. ἰδιωμ. Τοὺν γέλασα κὶ τοῦ πῆρα τοὺ χουράφ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔταξέμ- μου νὰ μοῦ δώσῃ ἕναρ-ρίφιν τ’ ἐγέλασέμ-μου τ’ ’ὲμ-μοῦ τό ’δωσεν Κύπρ. Δὲ γιλε͜ιῶμι ἰγώ, τὰ γνουρίζου καλὰ τὰ σ’μάδιˬα Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿Εελάσασί σε· δὲν εἶ’ gαλοὶ οἱ ἐρίνους (οἱ ἐρίνους= τὰ ἄγρια σῦκα, οἱ ἐρινεοί) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ ντὶ δοῦ τ’αὶ ἄρτουμα, νὰ γιˬάρε τὸν ἄντε ντι (νὰ σοῦ δώσω καὶ τυρὶ νὰ ξεγελάσῃς τὸ ψωμί σου) Μέλαν. Ν’ ἐκ’ ἔχου γιˬαστὲ τὸν ἀθή σι (τὸν εἶχε γελάσει τὸν ἀδελφόν του) αὐτόθ. Οὕλες τὶς ἀρχιμηνάδες γελε͜ιόμαστε Πελοπν. (Μανιάκ.) Τ’ ἄκουσα μὲ τ’ ἀφτιˬά μου, δὲ μὲ γιˬαλᾷς Ἤπ. (Πωγών.) Μιˬὰ φορὰ τὸ διˬάβασα καὶ δὲ μὲ γελᾷ μιˬὰ γιˬῶτα Χίος. ’Éγ-γεγε͜ιέται Σίφν. Τού βά’ ’ς τοῦ νοῦ τ’ς ἡ ἀιποῦ νὰ καταφέρ’ νὰ γιˬαλάσ’ τοὺν ψαρᾶ (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) || Φρ. Θὰ σὲ γελάσω (ἐπὶ τῆς σημ. δὲν εἶμαι βέβαιος). Σὲ γελάσανε! (εἰρωνικὴ καὶ ἔντονος ἄρνησις πρὸς ἀπόκρουσιν παραλόγου ἀπαντήσεως). Κἄπο͜ιος σὲ γέλασε (ἀπατᾶσαι, ἔχεις ψευδεῖς πληροφορίας, ἢ ἐπὶ αὐταπατωμένου ἢ σκοπίμως ἀρνουμένου τὴν ἀληθῆ κατάστασιν τῶν πραγμάτων) κοιν. Γέλα με, νὰ σὲ γελῶ, | νὰ περνοῦμε τὸν καιρὸ (ἐπὶ τῶν ἀπατώντων ἀλλήλους). Πβ. Θέογν., Παραιν., 59 «ἀλλήλους δ’ ἀπατῶσιν, ἐπ’ ἀλλήλοισι γελῶντες». Θὰ σὲ γελάσω μέρα μεσημέρι (ἐπὶ βεβαίας ἀπάτης) σύνηθ. Γελῶ τὴν ὄρεξή μου (εἰς δήλωσιν τοῦ λιτοῦ γεύματος) ἐνιαχ. Γελοῦ τὴ bεῖνα μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.) Γελῶ τὸ ψωμί μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Γιˬοοῦρ ἔνι τὸν ἄντε μι (γελῶ τὸν ἄρτον μου· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μέλαν. Γελάου τὰ χέριˬα μου (ἀσχολούμενος μὲ ἐλαφροτάτην ἐργασίαν, ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἐργάζομαι) Πελοπν. (Γαργαλ.) ’Εγέλασέμ-μου ἡ ὥρα (ἐπὶ ἐσφαλμένου ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου) Κύπρ. Μὶ γέλασι τοὺ ὅπλου μου (δὲν ἐξεπυρσοκρότησε) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μὴ σᾶς γιλᾷ ἡ ἰδέα (μὴ ἀπατᾶσθε) Μακεδ. Τοὺν γιλάει ἡ γνώση τ’ (ἀπατᾶται) Μακεδ. (Σισάν.) Μὶ γέλασι! (ἐπὶ παιγνίων· μὲ ἐνίκησε) αὐτόθ. Τὸν ἐγέλασαν οἱ χρόνοι (εἰρωνικῶς διὰ τὸν ἀποκρύπτοντα τὴν ἡλικίαν του) Ι.Βενιζέλ., Παροιμ2, 310, 368. ᾽Ιδῶ γιλε͜ιῶντι παππαδιˬὲς (ἐπὶ προσπαθοῦντος νὰ δικαιολογηθῇ διὰ τὸ παράπτωμά του) Εὔβ. (Στρόπον.) || Παροιμ. Γέλασες καὶ γιˬομάτισες, μὰ δὲ θὰ δειλινίσῃς (οἱ δι’ ἀπάτης ἐπιτυγχάνοντες ἅπαξ μόνον ἐπιτυγχάνουν) Πελοπν. (Κυνουρ. κ.ἀ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Ἔτσι γελοῦν τὸ γάιδαρο | καὶ τοῦ περνοῦν τὸ σάμαρο (χλευαστικῶς πρὸς τὸν διὰ δόλου ἐξαπατηθέντα) Πελοπν. (Λάστ.) Προπ. (Κύζ.) Γέλασέ τον τὸ χωριˬάτη, | νὰ τὸν ἔχῃς, ὅταν θέλῃς (οἱ ἀγροῖκοι διὰ τῶν κολακειῶν φιλοτιμούμενοι προθύμως ἐκτελοῦν τὸ ζητούμενον) Ἰόνιοι Νῆσ. Μιˬὰ φουρὰ γιλε͜ιέτ’ ἡ γραῖ’, τ’ν ἄ’ μαdαλώιτι (ἅπαξ ἐξαπατᾶταί τις, ἔπειτα λαμβάνει μέτρα προφυλάξεως) Λέσβ. Ἑ ἐργιˬὰ σὰν ἐγελάστη, ἐσφιχτομανταλώθητσε (Ἑ ἐργιˬὰ=ἡ γραῖα· συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. Μὲ τὰ κόκκινα παννάκιˬα | τὰ γελοῦνε τὰ παιδάκιˬα (ἐπὶ τῶν ἀπατηθέντων δι’ εὐτελοῦς δώρου) Κρήτ. || Γνωμ. Ὅγο͜ιος μὲ γελάσῃ μία φορά, ἀνάθεμα τὸ κεφάλι του· ὅγο͜ιος μὲ γελάσῃ δύο καὶ τρεῖς, ἀνάθεμα τὸ δικό μου (ἀσύγγνωστος εἶναι ὁ δὶς ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ προσώπου ἐξαπατηθεὶς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πβ. τὸ ἀρχ. «δὶς ταὐτὸν ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ». Ἑ φρένιμος τσ’ ἄγ-γελαστῇ, μιˬὰβ-βολὰ θὰ γελαστῇ (ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἅπαξ μόνον δύναται νὰ ἀπατηθῇ) Μεγίστ. || ᾌσμ. Πολὺ μὲ βιˬάζεις, λυγερή, πολὺ μὲ βιˬάζεις, κόρη, σκιˬάζομαι τὶ κοbώνομαι, σκιˬάζομαι τὶ γελε͜ιῶμαι (σκιάζομαι=ὑποπτεύομαι, τὶ=ὅτι, κοbώνομαι= ἀπατῶμαι) Κέρκ. Μήσ- σοῦ γελάσῃ τὸ θουπ-ὶν ταὶ τὸ ιιονάτιν τ’ ἄδ-δέλ-λαήσ’ ὁ ζίζιρος, ’ὲν ἔν’ καλοταιράτιν (θουπ-ὶν=τὸ νυκτόβιον πτηνὸν ὦτος ὁ κοινὸς) Κύπρ. Ματάκιˬα μου μπιρμπιλουτά, | μὴ σᾶς γιλάσουν τὰ φλουριˬά, μὴ σᾶς γιλάσουν τὰ φλουριˬὰ | κὶ σᾶς φιλήσ’ οὑ γέρουντας Στερελλ. (Ἀράχ.) Νὰ μὴ μᾶς τὸν γελάσουσι, | τὶ ’κεῖνοι εἶνιˬαι ἰσχυροὶ καὶ εἶνιˬαι ἄδικοι πολὺ (ἐκ μοιρολ.) Πέλοπν. (Μάν.)-Ποιήμ. Μὴ γελαστῇς, πουλλάκι μου, | καὶ πᾷς ἐκεῖ σιμά τους· τὰ δόλιˬα τὰ νερά τους | θὰ βρέξουν τὴ γραφὴ Α.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 43. Ἄλλος σοῦ ἔταζε βοήθε͜ια | καὶ σὲ γέλασε φρικτὰ Δ.Σολωμ., 3. Συνών. ἀπατῶ 1, ἀπογελῶ 2, ἀποδένω 2γ, ἀποκοιμίζω 1β, κομπώνω, ξεγελῶ. 4) Διαφθείρω παρθένον, ἀποπλανῶ γυναῖκα Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Λέσβ. Πελοπν. (Λάστ. Μεσσ.) Τσακων. (Χαβουτσ.)-Δ.Ζαμπέλ., ᾌσμ. δημοτ., 739: Γεοάτ’σε νι τὸ κοραούλι, τὰν ὑσάη μ’ (τὸ διακόρευσε τὸ κοριτσάκι, τὴν κόρην μου) Χαβουτσ. Γιˬατί δὲ μοῦ μιλᾷς; Παντρεύτηκες καὶ περηφανεύτηκες· πῆρες γυναῖκ’ ἀγέλαστη; ᾿Εγὼ θὰ ’ς τὴ γελάσω (ἐκ παραμυθ.) Μεσσ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος γελάει τσιˬούπα, χαλάει μοναστῆρι· ὅπο͜ιος παντρεμένη, χαλάει ἐκκλησιˬά, κι ὅπο͜ιος χήρα, κάνει ψυχικὸ (ἀνοσιώτατα πράττει ὁ ἀποπλανῶν παρθένον, ἀνόσια καὶ ὁ ἀτιμάζων ἔγγαμον γυναῖκα, ἀλλ’ ὄχι καὶ ὁ ἀτιμάζων χήραν) Λάστ. || ᾎσμ. -Ἄσε νὰ ’ρτοῦν τ’ ἀδέρφιˬα σου, κιˬ ἄν δὲ σὲ μαρτυρήσω. Καὶ νά σου καὶ τ’ ἀδέρφιˬα της ’ς τὴ σκάλα ἀνεβαίνουν. -Μωρές, μιˬὰν ἀδερφὴ ἔχετε, κ’ ἐκείνη γελασμένη Δ.Ζαμπέλ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπατῶ 2, ξεπαρθενεύω. Μετοχ. ὁ γελαστός, ὁ εὔχαρις, ὁ εὔθυμος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.): Εἶναι γελούμενος ἄνθρωπος Εὔβ. (Βρύσ.) Εἶν’ γιλούμι’ ’ναῖκα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἦρτεγ-γελάμενη καὶ μᾶς εἶπεν dὰ νέα Κῶς. Ὅλοι γελοῦν, γιˬὰ νὰ γίνῃ τὸ σαλὸ γελούμενο (σαλὸ=βρέφος) Θρᾴκ. Γιλούμινου πρόσουπου Μακεδ. (Καταφύγ.) Μάτιˬα γιλαζούμινα Λέσβ. Καλὸς ἀθρουπάκους, ὅλου γιλούμινους Μακεδ. (Καστορ.) Πήαινε γελούμενες γελούμενες Σκῦρ. Τί πρόσχαρους ἄθρουπους! οὕλου γιλούμενους ὁ Ἀdρέγιˬας, δὲ dὸν γλέπεις μὲ μοῦτρα Ἤπ. (Μαργαρ.) Τοὺν εἶδα γιλασούμινουν Ἤπ. Τὰ πέταξε ὁρμητικὰ ἀπάνω ’ς τὸ μονοπάτι, φωνάζοντας μὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ μὲ γελούμενο καὶ κατακόκκινο λαμπρὸ πρόσωπο σὰν τὸν ἥλιˬο Γ.Ξενόπ., Ἀναδυομέν., 198. Φιλοῦσε τὰ γελούμενα ματάκιˬα τῆς ξαδερφούλας Μποέμ, Ἀγριολούλ., 33. Πιˬὸ ἀνοιχτόκαρδος, πιˬὸ γελαζούμενος Α.Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 39. || Παροιμ. Τὸ κλαμένο τὸ πουλλὶ τρώει τὸ γελασούμενο (ὁ μεμψίμοιρος ἐπιτυγχάνει καλύτερον ἀπὸ τὸν μὴ ἀπαιτητικὸν) Ἰνέπ. || Ποιήμ. Κιˬ ὡστόσο ἦταν τὸ στόμα σου γελούμενο, ἐλαφρὰ τὰ σφραγισμένα βλέφαρα, τὰ σταυρωμένα χέριˬα Ι.Παναγιωτόπ., Ν.Ἑστ. 18 (1935), 987. Κ’ ἤμαστ’ ἐκεῖ ἀντικρύζοντας τὸν ἥλιˬο πιˬὰ ’ς τὸ γέρμα ποὺ ξάπλων’ ἐρωτόδρομο ποτάμι ἀπὸ χρυσάφι μέσ’ ’ς τὰ γελούμενα νερά Μ.Τσιριμῶκ., Σονέττ., 65. ᾿Ελάμψανε τ’ ἀθέριˬα | καὶ τὸ φεγγάρι πρόβαλε γελούμενο Κ.Κρυστάλλ., Ἔργα 1, 105.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/