γέμωση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέμωση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γέμωση ἡ, Ἀθῆν. Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μῆλ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Μεσσ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. Χίος (Πυργ.)-Λ.Παλάσκ., Ὀνοματολ., 4-Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γέμωσι Ἤπ. (Παλάσ.) γέμωσ’ Πάρ. (Λεῦκ.) γέμουσ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ’έμωση Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γίμωση Εὔβ. (Βρύσ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. Ρόδ. γιˬόμωση Ζάκ. (Κερ.) Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Προπ. (Μαρμαρ.) Τσακων. (Χαβουτσ.)-Λεξ. Βλαστ. 283 γιˬόμουσ’ Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Κίτρ.) γιˬόμ’σ’ Μακεδ. Στερελλ. (Ἀράχ.Ὑπάτ.) γιˬούμουσ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεμώνω. Ἡ λ. καὶ παρ’ Ἐρωτοκρ. Β 315 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ.) «’Σ τὴ γέμωση τοῦ φεγγαριˬοῦ ἄλλο δεντρὸ δὲν πιάνει». Βλ. καὶ Λάνδον, Γεωπ., 4 «σπέρνε γέμωσιν καὶ ἐσόδειαζε ὀλίγωσιν» καὶ «ὅταν αὐξάνῃ ἡ σελήνη, ἤγουν γέμωσιν».

Σημασιολογία

1)Γέμιση 1, ὃ ἰδ., Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πάτμ.-Λεξ. Μπριγκ. Βάιγ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ.: Μέσα τὴ γέμωση τὴν ἐκάναμε μὲ ἀμύγδαλα Πάτμ. Ἡ γέμωση τοῦ ἀρνιˬοῦ-τῆς σουπιˬᾶς Κύθν. Ἡ γιˬούμουσ’ τῆς πίττας Χαλκιδ. 2) Γέμισμα 2, ὃ ἰδ., Ἀθῆν. Ρόδ.: Θὰ βάλω τζίβα-μαλλὶ γιὰ γέμωση ’ς τὸ στρῶμα Ἀθῆν. Ἡ γίμωση τοῦ σαμαριˬοῦ Ρόδ. Συνών. γεμωσιˬὰ 1. 3) Γέμιση 3, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Βρύσ.) Ζάκ. (Κερ.) Ἤπ. (Παλάσ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰθάκ. Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Θεσσαλον. Καταφύγ.) Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Πελοπν. (Μεσσ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. Στερελλ. (Ἀράχ. Ὑπάτ.) Σύμ. Τσακων. (Χαβουτσ.) Χίος (Πυργ.): ’Σ τὴ γιˬόμωση τοῦ φεgαριˬοῦ θ’ ἀρχίσω νὰ ξελοgάω (ξελοgάω=ἐκχερσώνω ἀγρόν) Κερ. Τὸ φενgάριν ἦτο ’ς τὴ γ-γέμωσήτ του τ’ ἤφενdgε σὰν ἡμέρα Κάρπ. ’Σ τὴ ’έμωση dοῦ φεgαριˬοῦ νὰ κόψῃς μιˬὰ ’υχιˬὰ κάτω κάτω ’ς τὰ μαλλιˬά σου, ποὺ θὰ δυναμώσουσι (μιˬὰ ’υχιˬὰ=ὀλίγον) Ἀπύρανθ. Ὅταν εἶναι γέμωση τοῦ φεgαριˬοῦ, φεgαριˬάζεται καὶ τὸ σκυλλὶ καὶ οὕλη τὴ νύχτα ἀλυχτάει Μεσσ. Ἡ γίμωση τοῦ φιγγαριˬοῦ Λιβύσσ. Πρέπει νά ’ναι γίμωση φεγγαρίου Βρύσ. Ἡ γέμωση τοῦ φεγγαρκοῦ Κύπρ. ’Σ τ’ γιˬόμουσ’ τ’ φιγγαριˬοῦ Ἀράχ. Ὑπάτ. Τὸ φεγγάρι εἶ’ ’ς τὴ γιˬόμωση Χαβουτσ. || Φρ. Κάθε χάση καὶ γιˬόμωση σὲ γλέπουμε (ἐπὶ τοῦ κατ’ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα παρουσιαζομένου) Ἰθάκ. ’Σ τ’ χάσ’ κὶ ’ς τ’ γιˬόμουσ’ (κατ’ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα) Καταφύγ. Συνών. φρ. ἰδ. ἐν λ. γέμιση 3, γέμος 5. Λίγωση καὶ γέμωση καὶ καλὴ ξετέλεψη (ὅταν γεύωνται τοῦ κατὰ πρῶτον παραγομένου νέου καρποῦ, τῶν ἀπαρχῶν) Κρήτ. || ᾎσμ. ’Σ τοῦ φεgαριˬοῦ τὴ γέμωση μο͜ιάζει τὸ μέτωπό σου καὶ σὰ dὰ ρόδα τοῦ Μαγιˬοῦ εἶναι τὸ πρόσωπό σου Κρήτ. Ἰδ. ἀντίθ. ἐν λ. γέμιση 3. 4) Τὸ δεύτερον ξύλον τῆς τρόπιδος τοῦ πλοίου Κάρπ. 5) Ἡ ξύλωσις, τὸ σύνολον τῶν ξύλων, δι’ ὧν συμπληροῦνται καὶ ἐνδυναμοῦνται τὰ ἀραιώματα τοῦ σκελετοῦ τῶν πλοίων Λ.Παλάσκ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/