γεννήσιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννήσιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννήσιˬο τό, Θράκ. (Σαρεκκλ.) γεν-νήστσιˬο Κῶς γεννήσιˬον Κῶς (Πυλ.) γεννησιˬὸ Πελοπν. (Μάν.)-Γ.Βλαχογιάνν., Μεγάλ. χρόν., 14 Λόγ. κι ἀντίλ. 33 Νουμᾶς 379, 9 γεννησὸ Πελοπν. (Καρδαμ.) γεννησὸ Πέλοπν. (Ξεχώρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοιούτων εἰς -ιˬο ὀν. ἐκ ρ. ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 66.

Σημασιολογία

Γέννηση 1 ἔνθ’ ἀν.: Ἀπὲ γεννήσιˬου του τὸ ’’ αὐτὸ τὸ κουσούρ’. Εἶναιμ ’πὸ γεν-νήστσιˬόν-dου στραβὸς Κῶς Καπάτσος ἀπὸ γεννησιˬοῦ του Μάν. Ἦτον φαγᾶς καὶ φοβιτσιˬάρης ἀπὸ γεννησιˬοῦ του αὐτόθ. Εἶμαι ἀπὸ γεννησοῦ μου κουτσὸς Καρδαμ. Καὶ τὴν ἀγάπη τους αὐτὴ ποὺ δέσαν ἀπὸ γεννησιˬοῦ τους ὅρκο κάνανε πὼς ’ς τὸν κόσμο κἀμμιˬὰ δύναμη δὲν θὰ τὴν καταλυˬοῦσε Γ.Βλαχογιάνν., Λόγ. κι ἀντίλ., 33. Συνών. λ. γέννα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/