γεννητούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννητούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννητούδι τό, Εὔβ. (Αἰδηψ.) γεννητσούδι Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεννητὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

Τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος. Συνών. ἐν λ. γεννησιˬαρούδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/