γερακόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερακόχορτο τό, Λεξ. Βλαστ. 452 γιρακόχουρτου Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γεράκι καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Γεράκι Β5, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/