γεροδέματος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροδέματος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεροδέματος ἐπίθ. πολλαχ. γιρουδέματους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γερὸς καὶ τοῦ οὐσ. δεμάτι.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων καλὴν σωματικὴν κατάστασιν, ὁ στιβαρός, ὁ εὐσταλής, ὁ ρωμαλέος: Εἶναι μιὰ χαρὰ παλληκάρι τὸ παιδὶ τ᾿ς ᾽Αρετῆς. εἶναι γεροδέματο καὶ προκομμένο Πελοπν. (Γαργαλ.) Εἶνι γιρουδέματου τοὺ πιδὶ τ᾽ κουbά᾽ρ᾽ μας Ἤπ. (Κουκούλ.) Καλὸ ἄλουγου φαίνιτι αὐτό. Εἶνι γιρουδέματου αὐτόθ. Εἶdά ᾽χε καὶ δὲ τζ᾽ ἄρεσε; Ψηλός, γεροδέματος, μελαχρινός! Ἀνάθεμα καί θἁ τσῆ τὐχῃ καλύτερος! Κρήτ. (Κίσ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/