γεροξεκουτιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροξεκουτιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροξεκουτιˬάζω πολλαχ. γερουξικουτγιˬάζου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μέσ. γεροξεκουτιˬάζουμαι πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ, γεροξεκούτης.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι κρονόληρος γέρων ἔν᾽ ἀνωτ.: Ὅσο πάει καὶ γεροξεκουτιˬάζει ἡ θειˬά-Τασὼ Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὁ Τέλης ὁ Χρυσαντάκης κατάπεσε ᾽ς τὸ κρεββάτι κι ὅπως ἔχει γεροξεκουτιˬάσει εἶναι νάν τόνε κλαῖς τὸν κακομοίρη Πελοπν. (Παιδεμ.) Ὅσου μπάου κὶ γιρουξικουτγιˬάζου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πάει, γιρουξικούτγιˬασ᾽ οὑ Πίπης (= Σπυρίδων) αὐτόθ. Γεροξεκουτιˬάστηκες, μωρὲ κουτρούλη, καὶ δὲν ξὲρεις τὶ λὲς καὶ τὶ κάνεις! (κουτούλη = δυστιχισμένε) Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA