γιˬαγκάσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγκάσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαγκάσης ἐπίθ. Πελοπν. Τρίκκ.) γιαγκάσ᾽ς Θεσσ. (Πἠλ.) γιˬαγκάης Πόντ. (Τραπ.) γιˬανγκάζης Ἰων. (Βουρλ.) Θηλ. γιˬαγκάζαινα Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yanşak== φλύαρος, ἀκαιρολόγος.
Σημασιολογία
1) Αὐτὸς ὁ ὁποῖος φωνάζει ὑπερβολικά, ὁ θορυβοποιὸς Πόντ. (Τραπ.) 2) Δύστροπος, φίλερις Θεσσ. (Πήλ.) Πελοπν. (Τρίκκ.) 3) Ὁ ἀρεσκόμενος νὰ πειράζῃ, νὰ ἐνοχλῆ τοὺς ἄλλους Ἰων. (Βουρλ.) Πελοπν. (Τρίκκ.) β) Ραδιοῦργος Ἰων. (Βουρλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA