γιˬαλακοζούμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλακοζούμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλακοζούμι τό, Ἤπ. (Θεσπρωτ. Κωστάν.) γιˬαλακοζούμ᾽ Ἤπ. (Χουλιαρ.) γιˬαλακοζούμα ἡ, Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν λ. γιˬαλάκι (ΙΙ) καὶ ζουμί.
Σημασιολογία
Συνθηματ. λ. εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν κασσιτερωτῶν, τὸ ἀφέψημα τοῦ καφέ, ὁ καφὲς ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ λάψουμε ᾿ς τὸ κουφαλιˬάρικο νὰ σιˬορέψουμε γιˬαλακοζούμα (νὰ πᾶμε στὸ καφενεῖο νἀ πιοῦμε καφὲ) Τσαμαντ. Συνών μαυροζούμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA