γιˬαμπολίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμπολίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαμπολίζω ἀμάρτ. γιˬαμπουλίζω Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάμπολη.
Σημασιολογία
Τινάσσω τι εἰς τὸν ἀέρα πρὸς ἀπαλλαγὴν του ἀπὸ τὴν σκόνην. Ἐκ μεταφ. ἐκ τῆς γιˬάμπολης, βαρείας μαλλινης κουβέρτας, τὴν ὁποίαν συνήθως τινάσσομεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA