γιˬαταγανάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαταγανάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαταγανάκι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬαταγάνι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Τὸ μικρὸν γιˬαταγάνι, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: Πετύχανε τὸ γέρο προεστό, μὲ τὸ γιˬαταγανάκι του περασμένα ’ς τὸ ζωνάρι, τὴ στιγμὴ πού ’βγαινε ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παλληκάρ., 70.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/