γιˬατροσοφία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροσοφία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬατροσοφία ἡ, Μύκ. Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατροσόφι, κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. σοφία. Πβ. ἰατροσοφία εἰς Πόππλετ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐμπειρικὴ ἰατρικὴ Ἀρτάκ.: Ἀποφάσισένα πλιˬὰ νὰ κόψ’ τὴ γιˬατροσοφία. 2) Χειρουργικὴ ἐπέμβασις Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA