γιδοφάγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοφάγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιδοφάγος ὁ, ἐνιαχ. ’δουφάους βόρ. ἰδιώμ. ’δουφάης Μακεδ. (Γήλοφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδι καὶ τοῦ -φάγος καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ θέμ. τοῦ ἄορ. ἔφαγα. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ 7 (1910-1911), 46.
Σημασιολογία
Ὁ τρώγων κλοπιμαίας αἶγας ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γιδοκλέφτης. Πβ. ἀρνοφάγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA