γιˬογκάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬογκάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬογκάρι τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Δουκ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Καρυὰ Κορινθ. Λάλ. Λάστ. Μανιάκ. Μαντίν Μεγαλόπ. Μεσσῆν. Ὀλυμπ. Σκορτσιν. Φιγάλ.) - Κ. Μαρίν. εἰς Ν. Ἐστ., 15 (1934), 157 γιˬοgάρι Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.) γιˬουgάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) λιˬογκάρι Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Γορτυν.) - Νουμᾶς, 296,7 λιˬουγκάρι Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yogn ar. = ἔγχορδον μουσικὸν ὄργανον.

Σημασιολογία

Ἔγχορδον μουσικὸν ὄργανον, εἶδος τριχόρδου ἢ τετραχόρδου (ἐκ συρματίνων χορδῶν) ταμπουρᾶ ὁμοιάζοντος πρὸς λαοῦτον, ἀλλὰ μικρότερον αὑτοῦ, μὲ μικρὸν καὶ στρογγύλον ἠχεῖον καὶ μικρὸν βραχίονα ἔνθ᾽ ἀν.: Σὰ δὲν εἶχε ὑπηρεσία, ἔπαιρνε τὸ λιˬογκάρι καὶ παίζοντας ἄφινε νὰ βγαίνῃ τῆς καρδιˬᾶς του ὁ πόνος Νουμᾶς, ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ κάθε εἴδους λαλούμενα: μπουζούκιˬα, γιˬογκάριˬα, πίπιζες καὶ φλογέρες Κ. Μαρίν., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Θὰ κόψω κ’ ἕνα ’λιˬόκλαρο, νὰ παίξω τὸ γιˬογκάρι Πελοπν. (Μανιάκ.) Γιˬογκάρι, γιˬὰ δὲ βαρεῖς καλά, γιˬὰ δὲ βαρεῖς γιˬομᾶτα; Βασίλω μαυρομάτα! Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Γιˬογκάρι μου, μπουζούκι μου, γιˬογκάρι μου καημένο, γιˬογκάρι μου βαρύσκοπο, γιˬὰ δὲ βαρεῖς γιˬομᾶτα; Πελοπν. (Ἀρκαδ. Φιγάλ.) - Γιˬογκάρι, ’τί δὲ βαρεῖς σκοπό, ’τί δὲ βαρεῖς γιˬομᾶτα; - Βάλε μου τέλιˬα δυνατά, γιˬὰ νὰ βαρῶ γιˬομᾶτα αὐτόθ. Βγῆκα ψηλὰ ’ς τὰ διˬάσελλα, γιˬὰ νὰ ἰδῶ τὸν Τριτσιμπίδα πού ’ν’ παιδὶ καὶ παλληκάρι | καὶ βαρεῖ καὶ τὸ γιˬογκάρι Πελοπν. (Μαντίν.) Κὶ πίσου ’ς τὰ καπούλιˬα του τρεῖς Φραγκουποῦλις παίζουν· ν-ἡ μιˬὰ παίζει τοὺν ταμπουρᾶ κ’ἡ ἄλλη τοὺ λιˬουγκάρι Θεσσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/