γιοργάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιοργάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορνάνι τό, Ἤπ. (Θεσπρωτ. Σχωρ.) Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Α. Κρήτ. (Ἀνατολ. Βιάνν. Μεραμβ Μονοφάτσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Πελοπν (Ἀναβρ. Ἀνώγ Λαγκάδ. Ξηροκ.) Πόντ (Ἀντρεάντ.) γιˬοργά’ Ἤπ. (Πωγών. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μελιβ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανοὺπ. Σαρεκκλ. Σκοπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) γιˬουργά’ Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ἀνατ. Παλαμ Τίρναβ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γαλατ. Δαμασκην. Δεσκάτ. Ἐρὰτυρ. Κοζ. Χαλκιδ κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν. Εὐρυταν.) ’ιˬουργάν’ Μακεδ. (Γαλατ. Κοζ. Σιάτ.) γουργάν’ Μακεδ. (Γρεβεν) Ν Ἑστ. 20 (1936), 1055 γιˬουργκάν’ Μακεδ. (Ἐπανωμ. Λαγκαδ.) γιˬεργάνι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζοὺκ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γιˬεργάν’ Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) γιργά’ Θεσσ. (Τίρναβ.) γκιˬουρκά’ Θεσσ. (Δομοκ.) Πληθ. γιˬοργάν Πόντ. γιˬεργάν Πόντ. (Ἴμερ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yorgan = κλινοσκέπασμα.

Σημασιολογία

1) Κλινοσκέπασμα, πάπλωμα κρεββατιοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ρῖξε καὶ τὸ γιˬοργάνι, κάνει κρύο Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἔγινε γιˬὰ πλύσιμο τὸ γιˬοργά’ Ἤπ. (Πωγών.) Ἔλα νὰ διῇς τὸ νυφ’κᾶτο μ’ τὸ γιˬοργά’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Ἐπάλιˬωσε τὸ γιˬοργάνι μου Α. Κρήτ. Σκεπάουμαι τὸ γιˬεργάν’ Πόντ. (Τραπ.) Νὰ κουκ᾿λουθῶ κάτ’ ἀπ’ τοὺ γουργάν’ ἀντάμα μὲ τὴ μάκω μ᾿ Ν. Ἐστ. 20 (1936), 1055. Κέντωσον τὸ γιˬεργάν’ (ράψε τὸ πάπλωμα κεντητὰ) Πόντ. || Φρ. Τοὺ γιˬοργά’ dου κούd’ρου (τὰ χρηματικὰ του μέσα λίγα) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τοὺ γιˬοργά’ dου καίγιτι (κινδυνεύει) αὐτόθ. Κάηκι τοῦ γιˬοργά’ dου (ἐζημιώθη) αὐτόθ. Συνών φρ. Κάηκε ἥ τσέργα του || Παροιμ. Κατὰ τὸ γιˬοργά’ σ᾽ ν’ ἁπλώ’ς τὰ ποδάριˬα σ’ (δι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν πράγματα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους) αὐτόθ. ’Σ σὸ γιˬεργάνι σ’ κερὲν ἄπλωσον τὰ ποδάρ σ’ (κερὲν = κατά· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Τραπ.) Γιˬὰ τ’ ἵναν ψύλλον τὸ γιˬεργάνι μ’ καίω (δι’ αὐτὸν ποὺ ζημιώνει πολὺ τὸν ἑαυτόν του δι’ ἀσήμαντον ἀφορμὴν ἀπὸ ὀργὴν ἢ πεῖσμα) Πόντ. (Σάντ.) Ἡ καβγᾶ γιˬὰ τὸ γιˬεργὰν’ (διὰ τοὺς ἐρίζοντας ἐπιφανειακῶς μὲν δι’ ἀνιδιοτελῆ σκοπόν, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως δι’ οἰκειοποίησιν ἐπωφελοῦς πράγματος) Πόντ. (Τραπ.) Συνών. φρ. Ὁ καβγᾶς γιὰ τὸ πάπλωμα. || Αἴνιγμ. Ἔχου ἕνα γιουργά’, ποὺ ὅλουν τοὺν κόσμουν σκιπά’ κὶ μό’ τ᾽ θάλασσα ἀφί’ (τὸ χιόνι) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) || ᾌσμ. Κόρες μου, τὰ γιˬοργάνιˬα σας ποὺ τὰ ’βγανα ’ς τ’ ἀπόι, κ’ ἐδὰ τὰ διˬαμοιράζεται ὅλο τὸ δικολόι (ἀπόι = πρωϊνὴ δροσιά, δικολόι = οἱ συγγενεῖς) Κρήτ. Μαξιλλαρόπα μ’ ἔρημα, γιˬεργάν ἀπαρδάλ, ἐξενιτεῦτεν τὸ πουλλὶ μ᾽ κ’ ἐρημῶθεν ἀγκάλ μ᾽ Πόντ. (Ἴμερ.) ’Γὼ σένα κατασφάζω, σκύλλ’ Ἀρμένισσα, γυρίζω τὸ γιˬοργάνι καὶ σκεπάνω σε Καππ. (Σινασσ.) Συνών. πάπλωμα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τὺπ. Γιˬοργάνι καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Λαγκάδ.) 2) Εἶδος γυναικείου ἀχειριδώτου ἐπενδὺτου Στερελλ. (Γραν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/