Γιˬουσούφης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιˬουσούφης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γιˬουσούφης ὁ, ἐνιαχ. Γιˬουσοὺφ Δ. Κρήτ. Ἰουσούφης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἰσούφης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πληθ. Ἰουσούφηδοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἰσοὺφ Μακεδ. (Βόιον) ’Σούφης Ἤπ. (Μαργαρ.) Κίμωλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λαγκάδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκοεβραϊκοῦ κυρ. ὀν. Jusuf=Ἰωσήφ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὄνομα Ἰωσὴφ εἰς τὴν Τουρκικήν, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν εἰς δημοτικὰ τραγούδια, τοπων. κ.τ.τ. πολλαχ : ᾌσμ. Πᾶψι, ’Σουφη μ’, τοὺν πόλιμου κὶ πᾶψι τοὺ τουφέκι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἰσοὺφ Ἀράπης τὸ σκυλλί, σκυλλὶ παραδομένο Μακεδ. (Βόιον). β) Ὄν. κυνὸς Δ. Κρήτ. 2) Σκωπτικῶς, ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Φιλότι διὰ τὴν φιλαργυρίαν καὶ τὴν ἀφιλοξενίαν του (ἐνταῦθα ὑπόκειται μᾶλλον ἡ ἑβραϊκὴ προέλευσις τοῦ ὀνόματος) Νάξ.(Ἀπύρανθ.): Μωρ’, δὲ dὸν ἀφίνεις τὸν Ἰσούφη! μὰ δὲν εἶναι νὰ κάνῃ κανεὶς παρέα μαζί dου! Διαόλοι μέσ᾽ ’ς τὰ μάθια dω dῶν Ἰσούφηδω! Μὰ ἔχει χειρότερ’ ἀθρῶποι ὁ dουνιᾶς; Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σούφης Ἤπ. (Μαργαρ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Σ τὸ ’Σούφη Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ’Σ τοῦ ’Σούφη Κίμωλ. ’Σ τοῦ ’Σούφη τὴν Τροῦπα Πελοπν. (Λαγκάδ.) ’Σ τοῦ ’Σούφη τὸν Πλάτανο Πελοπν. (Λαγκάδ.) ’Στοῦ Σούφ’ Ἀγᾶ Πελοπν. (Τριφυλ.) ’Σ τοῦ Γιουσοὺφ Ἀράπη Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/