γκοζέρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκοζέρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκοζέρω ἡ, ἑνιαχ. gοζέρω Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Γηρασμένον πρόβατον ἄνω τῶν πέντε ἐτῶν ἐνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA