γκορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκορίζω Ἤπ. γκουρίζω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ρίζης τοῦ Παλαιοσλαβ. goréti = καίω, ψήνω· Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 22.

Σημασιολογία

Θερμαίνω ἰσχυρῶς, ψήνω μέχρι καψαλισμοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγκόρισες τὸ ψωμὶ Ἤπ. Ἔβαλα κοντὰ ᾽ς τὴ φωτιˬὰ τὰ κολοπάννιˬα τοῦ παιδιˬοῦ καὶ πρόσεχε νὰ μὴ γκοριστοῦν αὐτόθ. Γκουρίστ᾽κι τοῦ παννὶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἠγκουρίστ᾽καν οἱ πλάτις μ᾽αὐτόθ.Πβ. καίω, καψαλίζω, κορώνω. β) Καίω μὲ τὸ σίδερον τὸ πρὸς σιδέρωμα ὕφασμα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/