γλανίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλανίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλανίδι τό, Στερελλ. (Ἀστακ.) –Κ. Χατζόπ., Ἀγάπ., 14. Heldreich, Faune de Grèce, 89 Π. Οἰκονομίδ., Κατάλ. Ἰχθ. Ἑλλαδ., Ἰνστιτ. Ὠκεαν. Ἁλιευτ. Ἐρευν. 11 (1972), 472 –Λεξ. Π. Βλαστ. 433 γλανίδ’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλανὸς διὰ τῆς ὐποκορ. καταλ. –ίδι.

Σημασιολογία

Γλάνι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Εἴχαμι τοὺ γιˬόμα γλανίδιˬα ’ς τοὺ νταβᾶ Κ. Χατζόπ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/