γλεντιρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλεντιρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλεντιρίζω ἐνιαχ. ἐγλεντιρίζω Λεξ. Μπριγκ. ἐγλεντιρντίζω Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἐγλεdιρdίζου Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. eǵlendirmek.

Σημασιολογία

Τέρπομαι, εὐχαριστοῦμαι, διασκεδάζω ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γλεντοβολῶ, γλεντοκοπῶ, γλεντῶ, ξεσκάζω, ξεφαντώνω, χαροκοπῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/