γλιστράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιστράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιστράδα ἡ, Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) κ.ἀ. - Ν. Χαλιορ., Ὑδραίικ. θρύλ., 129 – Λεξ. Ψύλλ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίστρα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ ὀλισθηρότης ἑνὸς τόπου, ἡ λειότης Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρναν.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ ὀλίσθημα Ν. Χαλιορ. ἔνθ᾽ ἀν.: ’Σ τὴ γλιστράδα τίποτα δὲν ἔρχεται ἀντίθετο οὔτε γιὰ ἁπλῆ ὀφθαλμαπάτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA