γλομπάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλομπάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλομπάκι τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλόμπος διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸς γλόμπος, ἤτοι σφαιρικὸν συνήθως ὑάλινον περίβλημα ἠλεκτρικῶν λυχνιῶν σύνηθ.: Ὡραῖα - πράσινα - κόκκινα - κίτρινα γλομπάκιˬα σύνηθ. Κάηκε τὸ γλομπάκι τοῦ φακοῦ μου καὶ θέλω νὰ διˬάκω ν᾿ ἀγοράσω ἄλλο (= νὰ διˬάκω = νὰ πάω) Πελοπν. (Γαργαλ.) Καὶ χάμω ᾿ς τὸ χῶμα ἦταν πεσμένα κάτι παράξενα χωνάκιˬα, σὰ γλομπάκιˬα μικροσκοπικῆς λαμπίτσας Γ. Ξενόπ., Ἀναδυομέν., 24. Καὶ σκύβανε ὅλοι πάλι ’ς τὰ χαρτιˬά τους καὶ γράφανε ἥσυχα... κάτω ἀπ᾿ τὰ ἠλεχτρικὰ γλομπάκιˬα τους Σ. Μελᾶ, Μιὰ νύχτα, 71. Ἔπειτα ἅρπαξε βιˬαστικὰ τὸ ἠλεχτρικὸ γλομπάκι ποὺ κρεμότανε ᾿ς τὴ μέση καὶ τοῦ τό ’φερε μπροστὰ ᾿ς τὰ μάτιˬα του Κ. Παρορ., Κόκκιν. τράγ., 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA