γλύκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλύκα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλύκιˬα Ρόδ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γλύκα. Βλ. Περὶ γέροντ. στ. 34 (ἔκδ. Wagner, σ. 107) «τήν γλύκαν τῆς γλυκότητος, τῆς ἐρωτοκρατίας». Διὰ τὸν ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς σχηματισμὸν, κατὰ τὸ σχῆμα πικρὸς-πίκρα κττ. ἢ ἐκ τοῦ γλυκαίνω, κατὰ τὸ πικραίνω-πίκρα κττ. πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 76. 2, 134. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. γλύκκα καὶ εἰς Ἡσύχ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) ἐπὶ ἐδωδίμων ἤ ποτῶν, ἡ γλυκύτης, ἡδύτης, ἡ ἐκ τῆς γεύσεως γλυκέος ἐδωδίμου ἤ ποτοῦ εὐχαρίστησις κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ἡ γλύκα τῆς πάστας, τοῦ χαλβᾶ, τοῦ μελιοῦ κοιν. Μὴ βάλῃς ἄλλο νερὸ ᾿ς τὸ σιρόπι, θὰ χάσῃ τὴ γλύκα του κοιν. Ἔχει μιˬὰ γλύκα τοῦτο τὸ σταφύλι Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Εἶναι οὕλο γλύκα τ’ ἀβγόσυκα τοῦτο τὸν καιρὸ Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἄνοστον χαλβᾶν· ᾿ξάι γλύκαν ᾿κ ἔχ᾿ (ἄνοστος χαλβᾶς· δὲν ἔχει διˬόλου γλύκαν) Χαλδ. Εἶν᾿ ἔχουντα νιˬὰ γλύκα ἔνταϊ τὰ σοῦκα! (ἔχουν μια γλύκα αὐτὰ τὰ σῦκα!) Μέλαν. Ἅμα ᾿π᾿νάῃς, θὰ καταλάβ᾿ς τί γλύκα ἔ᾿ ἰδῶ τοὺ ψουμὶ Μακεδ. (Δασοχώρ.) 2) Εἰς τὸν πληθ. γλύκες, γλυκύσματα ἀποστελλόμενα ὑπὸ τῆς νύμφης εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ γαμβροῦ Λέσβ. Χίος Β) Μεταφ. 1) Ἡ εὐχαρίστησις ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ ἕν πρᾶγμα ἢ ἀσχολίαν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. (Μελαν. κ.ἀ.) Ἡ γλύκα τῆς δουλε͜ιᾶς τῆς μελέτης - τοῦ κυνηγιˬοῦ - τοῦ ὕπνου - τῆς ζεστασιˬᾶς κοιν. Ἡ γλύκα τοῦ γάμου Κρήτ. Τὸ στόμα μ᾿ γλύκα οὐτσ᾿ ἔ᾿ Ὄφ. Εὐτός, λοιπό, μὲ τὴ γλύκα τοῦ κυνηοῦ ποὺ κυνήανε ἕνα γαδουράφτη (= λαγὸν) Νάξ. (Φιλότ.) Ἔχει γλύκα ἡ δουλε͜ιὰ τοῦ κοπαδιˬάρη (= ποιμένος) Κέρκ. (Καρουσ.) Ἔχει γλύκα τὸ μελισσομάντρι (ἡ ἐργασία τοῦ μελισσουργοῦ) Πέλοπν. (Γαργαλ.) Ἔχει γλύκα τὸ παραγώνι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Φρ. Ἔμεινε μὲ τὴ γλύκα ᾿ς τὸ στόμα ἢ ἁπλῶς ἔμεινε μὲ τὴ γλύκα (ἐπὶ ἀτόμου τὸ ὁποῖον ἐδοκίμασε ἀπογοήτευσιν διὰ προσδοκίαν μὴ πραγματοποιηθεῖσαν) κοιν. ᾿Πόμ᾿νι μὲ τὴ γλύκα ᾿ς τὸ στόμα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σινασσ. Ἐπῆρες τὴν γλύκαν ἀθε (δι᾿ ἄτομον τὸ ὁποῖον ζητεῖ μετὰ τὴν πρώτην εὐχάριστον δοκιμήν, να ἀπολαύσῃ πάλιν κάτι) Τραπ. Καλὲς γλύκες (εὐχὴ πρὸς νεονύμφους) Πέλοπν. (Πυλ.) || ᾌσμ. Τῆς ἀλανιˬάρας τὸ φιλὶ ἔχει περίσσιˬα γλύκα, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀγαποῦν πολλοί, τὴν παίρνουν δίχως προῖκα Ἀθῆν. ᾿Σὰν καταλάβ᾿ ὁ κερατᾶς τὴ γλύκα τοῦ κεράτου, μέλι καὶ γάλα γίνεται μὲ τὴ νοικοκυρά του (νοικοκυρὰ = σύζυγος) Παξ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Περὶ γέροντ., ἔνθ᾿ ἀν. στ. 32 κἑξ. «διὰ τὸ πολύν τ᾿ ἀντίπροικο καὶ ροῦχα ὅπου δίδει, | παίρνει τὴν νέαν ὁ γέροντας καί τρώ᾿ την σὰν ἀπίδι, | ἐκεῖνον τὸ γλυκύτατον ἄνθος της παρθενίας, | τήν γλύκαν τῆς γλυκότητος, τῆς ἐρωτοκρατίας». β) Ἐπὶ ἀνθρώπου, διὰ αὐτὸν ὁ ὁποῖος προξενεῖ εὐχαρίστησιν διὰ τῆς ἐμφανίσεως ἤ συμπεριφορᾶς του σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Γλύκα μου! (προσφώνησις πρὸς νήπια) Ἔχει μιˬὰ γλύκα ᾿πάνω του σύνηθ. Ἔν᾿ ἔχα νιˬὰ γλύκα ἔνταν᾿ ἁσάτη (ἔχει μιὰ γλύκα αὐτὸ τὸ κορίτσι) Μέλαν. Γυναῖκα ὅλο γλύκα (ἤτοι προκαλοῦσα εὐχαρίστησιν) Πέλοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. Ὤχ, γλύκις πὄ᾿! (εὐχαρίστησιν ποὺ προξενεῖ!) Λέσβ. Φωτιˬὰ σὲ φά᾿, ᾿ὲν ἔχεις μιˬὰν γλύκαν ἀπάνω σου! Χίος (Φυτ.) 2) Εὐχαρίστησις, χαρά, εὐτυχία πολλαχ.: Πέρασαν τὴ ζωή τους ὅλο γλύκα χωρὶς καμμιˬὰ πίκρα (ἐπὶ ἀτόμων τὰ ὁποῖα ηὐτύχησαν εἰς τὴν ζωήν των) πολλαχ. Εἶναι ὅλο γλύκα ἡ κουβέντα του Πελοπν. (Δημητσ.) Ὡς μᾶς ἐγλύκανες, γλύτσες νά θωρῇς (εὐχὴ) Θήρ. Κιˬ ὁ εὐσεβὴς προσκυνητὴς θὰ εὕρισκε μεγάλην γλύκαν καὶ παρηγορίαν ἀπὸ τὲς πίκρες τοῦ κόσμου εἰς τὸ νὰ θεωρῇ μόνον τὴν πενιχρὰν κανδήλαν καίουσαν ἐμπρὸς εἰς τὴν ὡραίαν εἰκόνα Α. Παπαδιαμ., Χριστουγενν. διήγ., 62. || Παροιμ. Κάλλιˬο λάχανα μὲ γλύκα, | παρὰ ζάχαρη μὲ πίκρα (ἡ στέρησις καὶ ἡ λιτότης εἰς τὸν οἰκογενειακὸν βίον, ὅταν ὑπάρχῃ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, εἶναι ἀπείρως προτιμότεραι ἀπὸ τὴν εὐμάρειαν καὶ τὸν πλοῦτον, ὅταν συνοδεύωνται ὑπὸ ἐρίδων καὶ διχογνωμιῶν) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 697. Κάλλιˬο ξερὸ ψωμὶ μὲ γλύκα πέρι μάγγανα μὲ μέλι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Πάτρ.) Ἡ γλύκα φέρνει πίκρα (τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐτυχίαν εἰς τὴν ζωὴν ἀκολουθεῖ συνήθως λύπη), Ἀμοργ. Ἡ ὑπομονὴ ἔχει πίκρα, μὰ ὁ καρπὸς της γλύκα Ἤπ. (Κόνιτσ.) 3) Ἐπὶ καιροῦ, ἡ ἔλλειψις ψύχους, εὐδία, γαλήνη πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Εἶναι μιˬὰ γλύκα ὄξω! Σῦρ. Σήμερα κάνει γλύκα, γλύκανε ὁ καιρὸς Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) κ.ἀ. Ὅταν οὑ κάβουρας καταλάβ᾿ γλύκα, βγαί᾿ πά᾿ ᾿ς τὰ ὄξου Στερελλ. (Μπούκ.) Ἔνι γλύκα σάμερε, ὄ ᾿ι ποῖα κάδα (εἶναι γλύκα σήμερα, δὲν κάνει κρύο) Μέλαν. Μπουνάτσα ἤτανε κ᾿ ἡ βραδυˬὰ εἶχε μεγάλη γλύκα Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ. 124. 4) Εἰς τὸν πληθ. τὰ γλύκας, ἡ δερματικὴ ἀσθένεια «μολυσματικὸν κηρίον» ἡ ὁποία ἐμφανίζεται μὲ ἐξανθήματα πλήρη πύου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἢ τοῦ προσώπου τῶν παιδίων Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Διὰ τὴν σημ. ταύτην πβ. τὸ παρὰ Δουκ. γλυκέα τά. Συνών. γλυκάντσιν 3, γλυκήτρ, σάγουρο, σαγρί, σάγριο. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύρ. ὐπὸ τύπ. Γλύκα ἡ, Μακεδ. (Βλάστ. Βρία Βροντ.) Γλύκω Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Πυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA