γλυκαδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκαδάκι τό, σύνηθ. γλυκαδά᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκάδι διὰ τῆς ὐποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Γλυκάδι 2, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Δὲ μᾶς τηγανίζεις κάνα γλυκαδάκι γιˬὰ μεζέ; Ἀθῆν. 2) Γλυκάδι 4, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Βάλε λίγο γλυκαδάκι ᾿ς τὴ σαλάτα Πελοπν. (Γαργαλ.) Χωρὶς γλυκαδάκι δὲν τρώγεται τὸ μαρούλι αὐτόθ. 3) Εἶδος ἀγρίου λαχανευομένου χόρτου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/