γλυκαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκαίνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) γλυκαίνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γ᾿καίνου Θεσσ. (Τρίκερ.) γλυτσαίνω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέγαρ. Μεγίστ. Πέλοπν. (Κάμπος Λακων.) γλυτσαίνου Εὔβ. (Βρύσ.) Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) γλυταίνου ἔνι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. κ.ἀ.) γλυτσαίνω᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γυλτσαίνω Καππ. (Μισθ.) γλυκάνω Πόντ. γλυκύνω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γλυτσύω Καλαβρ. (Μπόβ.) Ἀόρ. ἐγλύκιˬανα Κύθηρ. Μέσ. γλυκίσκουμαι Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) Ἀόρ. ἐγλυκιˬάθηκα Πελοπν. (Λάστ.) ἐγλυκάνθα Πόντ. ἐγλυκιˬάγα Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἐγλυκίστα Πόντ. γ΄ ἑνικ. ἐγλυκάτσ᾿ Λέσβ. Μετοχ. γλυκάμενος ἐνιαχ. γλυκασμένος Βιθυν.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ρ. γλυκαίνω. Ὁ τύπ. γλυκάνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἐγλύκανα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. μετβ. καὶ ἀμτβ. 1) Καθιστῶ τι γλυκύ, καθίσταμαι γλυκύς σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Ἔρριξες πολλὴ ζάχαρη ᾿ς τὸν καφὲ - ᾿ς τὸ γάλα - ᾿ς τὸ τσάι καὶ τὸ γλύκανες πολὺ σύνηθ. Τό πικρὸ γιˬατρικὸ γλυκαίνεται μὲ σιρόπι σύνηθ. Τί τὸ γλυκαίνεις ἔτσι δὰ τὸ γάλας; Εὔβ. (Βρύσ.) Τὸ κολοκύθ᾿ ἄνοστον ἔν᾿· ᾿βάλεν ἀπάν᾿ ὀλίγον ζάχαρην καὶ γλύκανον ἀτο Χαλδ. Γλύκαναν τὰ σταφύλιˬα σύνηθ. Γλύτσανε τὸ λούπινο Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ἐγλυτάγκαϊ οἱ βότου (ἐγλύκαναν τὰ σταφύλια) Μέλαν. Ὁ ᾿σ᾿ ἀφίνου νὰ γλυτάνωι οἱ ἀχράε (δὲν ἀφίνουν νὰ γλυκάνουν τὰ ἀχλάδια) αὐτόθ. || Φρ. Γλυκαίνω τὶς ἐλιˬὲς (ἀντικαθιστῶν δι᾿ ἄλλου τὸ ὕδωρ ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται αἱ ἐλαῖαι διὰ νὰ ξεπικράνουν) Κύθηρ. Γλυκαίνω τὸ χῶμα (εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν χυτῶν, θέτω πετιμέζι εἰς τὸ τυπόχωμα, διὰ νὰ ἐπιτύχω τὴν σύσφιγξίν του) Ναύστ. || ᾌσμ. Ἀν εἶ᾿ dὸ αἷμα μου πικρὺ καὶ τὰ δουλεύγω, χάνω, εἶdα νὰ κάμω, πές μου σύ, ἴσως καὶ τὸ γλυκάνω Κρήτ. ᾿Ξήντα καντάρια ζάχαρη θὰ ρίξου μέσ᾿ ᾿ς τὴ λίμνη, γιˬὰ νὰ γλυκάνῃ τὸ νερό, νὰ πιˬῇ ἡ κυρὰ Φροσύνη Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ξενοφ. Οἰκον. 19,19: «ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἤδη γλυκαίνεσθαι τὰς σταφυλὰς». 2) Προσφέρω γλύκυσμα Πελοπν. (Ἀναβρ. Γαργαλ. Δίβρ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.): Νὰ γλυκά᾿ς οὕλ᾿ς τ᾿ς σ᾿μπεθέρ᾿ς, Γιῶργου! Ἀχυρ. Τώρανες θὰ σὲ γλυκάνω μὲ λίγο κυδώνι γλυκὸ πού ᾿φκε͜ιασα Δίβρ. Σοῦ ᾿φερα λιγούλα μουσταλευριˬά, νὰ σὲ γλυκάνω Γαργαλ. Μὲ γλύκανε ἡ νυφαδιˬά σου μὲ νιˬὰ κουταλιˬὰ κυδωνᾶτο (νυφαδιˬὰ = εἰρων. ἡ νύφη, κυδωνᾶτο = γλύκυσμα μὲ κυδώνι φιλοκομμένον) Παιδεμέν. Πᾶμε νὰ γλυκιˬάνωμε τὴ νύφη Ἀναβρ. Νὰ γλυκιˬάνουν τὴ χρονιˬὰ αὐτόθ. 3) Μετβ. καὶ ἀμτβ., προξενῶ αἴσθημα γλυκύτητος, αἰσθάνομαι γλυκύτητα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Ἔφαγα ἕνα γλυκὸ νὰ γλυκάνω τὸ δόντι μου - τὸ στόμα μου σύνηθ. Δῶσ᾿ ἀταν ἕναν σῦκον νὰ γλυκαί᾿ τὸ στόμαν ἀτ᾿ς Χαλδ. Γλυκαίναμε τὸ δόντι ᾿ς τὶς μέντες καὶ τὰ παστέλιˬα Νουμ. 10, σ. 22. Δί ᾿νι λιγάτι γλυκὸ νὰ γλυτάνῃ τὸν ᾿όντα σι (δῶσ᾿ του λιγάκι γλυκὸ νὰ γλυκάνῃ τὸ δόντι του) Μέλαν. ΙΙ Αἴνιγμ. Πειράεις με καὶ κρούω σε καὶ πάντα γλυκαίνω σε (ἡ μέλισσα) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Π.Δ. (Σοφ. Σειρ. 27, 23): «ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου γλυκανεῖ τὸ στόμα σου». Β) Μεταφ., μετβ. καὶ ἀμτβ. 1) Εὐφραίνω, τέρπω, χαίρω συνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Τὸ εἶχε τ᾿ ἀνάχαρό του τοῦ κακομοίρη, νὰ μὴ γλυκάνῃ ἡ καρδούλα του καὶ τὸ στοματάκι του Πελοπν. (Βερεστ.) Δὲν ἐγλυκάθη τ᾿ ἀχείλι μου Κρήτ. Δεν ἐγλυκάθηκα ποτὲ Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Ἰγὼ τ᾿ γλυκαίνου αὐτείν᾿ κάθι τόσου (ἐρχόμενος εἰς σεξουαλικὴν ἐπαφήν την εὐφραίνω) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔχει μνιˬὰ ζωντόχηρα ᾿κεῖνος ᾿κεῖ ὁ πουτανιˬάρης καὶ πάει καὶ τὴ γλυκαίνει, φόντε πάῃ τοῦ Βλαχόπ᾿λου (ὅταν μεταβῇ εἰς τὸ χωρίον Βλαχόπουλου) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔφερε ᾿ς τοὺς νιˬόπαντρους μέλι, νά ᾿ναι πάντα γλυκαμένοι Πελοπν. (Μανιάκ.) || Φρ. Γλυκαμένο νὰ εἶναι σὲ ὅλη του τὴ ζωή! (εὐχή) Αἴγιν. Νὰ μὴ γλυκαθῇ τ᾿ ἀχεί᾿ σ᾿ κ᾿ ἡ καρδιˬά σ᾿ (ἀρὰ) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ὅσο μὲ γλύκανες, τόσο νὰ γλυκαθῇ ἡ καρδιˬά σου (εἰρων. ἐπὶ ἀρᾶς) Πελοπν. (Ποτάμ.) Νὰ μὴ γλυκάνῃς! (ἀρὰ) Ζάκ. Νὰ μὴ γλυτσιˬαθῇ ἡ καρδιˬά σου (ὁμοίως) || ᾎσμ. Ἀπίδι μ᾿ καὶ γλυκάπιδο μ᾿, | π᾿ ἐγλύκανες τὸ όπο μ᾿ (ψόπο = ψυχίτσα) Τραπ. || Ποίημ. Μήνα τὸ πῆρε ἡ θάλασσα, μὴν τό ᾿ρριξεν ἡ μπόρα, μὴν τὸ γλυκάνῃ ἡ ξενιτε͜ιὰ καὶ πίσου δὲ γυρίζει; Ι. Ραφτόπ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολ., 383 Νὰ παραστένῃ ᾿ς τὸ πλευρό της σὰν πνοὴ καὶ τ᾿ ὄνειρό της τ᾿ ἅγιο νὰ γλυκαίνῃ Θ. Ξύδ., εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολ., 280. Γιὰ νὰ μὴ φθάσω νὰ τοῦ εἰπῶ νὰ τὸν καλοκαρδίσω, νὰ τοῦ γλυκιˬάνω τὴν καρδιˬά, τὴν πίκρα της νὰ πάρω Σ. Περεσιάδ., Χορ. Ζαλόγγ., 34. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. πβ. Διον. Ἁλ., Συνθ., 15. β) Δοκιμάζω Θεσσ. (Δομοκ.): Δὲ γλυκάθι᾿κι τοὺ δόντ᾿ μ᾿. 2) Μετβ. καὶ ἀμτβ., καθιστῶ κάτι ἤπιον, μαλακώνω, ἁπαλύνομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Τοῦ γλύκανε τὸν πόνο τῆς καρδιˬᾶς - τὴν πίκρα τῆς ζωῆς σύνηθ. Νὰ τὰ κοπανίσετε, νὰ τὰ βάλετ᾿ ἀπάνω (ἐνν. ᾿ς τὴν πληγή), πού ᾿θελε νὰ τὸν ἔχῃ τώρα γλυκαμένο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χάρ᾿ ἐγλύκανεν (ἰδού, ἔγινε γλυκύς, ἐνν. τούς λόγους) Ὄφ. Ἀρχίζουν τὰ πρωτοβρόχιˬα τ’ ἀνοιξιάτικα, γλυκαίνεται ἡ γῆς, πετάει καινούργιˬο χορτάρι τὸ λιβάδι Δ. Λουκόπ., Ποιμεν., 105 || Φρ. Γλύκανε ὁ καιρὸς σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. (ἔκδ. Ξανθουδ.) Γ 892: «κιˬ ὁ κύρις τοῦ Ρωτόκριτου γλυκαίνει καὶ μερώνει» καὶ εἰς Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ στίχοι, στ. 18 (ἔκδ. Wagner σ. 63): «τὴν θάλασσαν τὴν ἄμετρον ὀρθώνω νὰ γλυκάνῃ». 3) Ἀποπλύνω διὰ γλυκέος ὕδατος τὸ διὰ θαλασσίου τοιούτου ἢ διὰ χρήσεως σάπωνος πλυθὲν ἔνδυμα ἐνιαχ. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Πήγαινέ το ᾿ς τὴ βρύση νὰ τὸ γλυκάνῃς λιγάκι Πελοπν. (Κυνουρ.) Μετὰ τὸ γιˬαλὸ τὸ πηγαίνουνε ᾿ς τὴ βρύση τσαὶ τὸ γλυτσαίνουνε Μέγαρ. β) Ἀποπλύνω διὰ θαλασσίου ὕδατος Πελοπν. (Λεῦκτρ. Οἴτυλ. Πλάτσ.): Γλυτσαίνω τὰ λούπινα Οἴτυλ. γ) Πλύνω διὰ πρώτην φορὰν ἐνδύματα ἄνευ τῆς χρήσεως σάπωνος, διὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν κόλλαν ὅπου ἔχουν Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Ἀστακ. Καστ.) Τσακων. (Μέλαν.) κ.ἀ.: Τὸ ζεματᾶμε τὸ μαλλί, τὸ πλένομε ᾿ς τὴ θάλασσα καὶ τὸ γλυκαίνομε Καστ. Ἄ᾿ δὲ νι γλυτσάνωμε τὸν ἵε, ὄ᾿νι περούα ἁ τσαιθία (ἂν δὲν γλυκάνωμε τὸ παννί, δὲν περνᾷ τὸ βελόνι) Μέλαν. || ᾎσμ. Καὶ μιˬὰ ἐρόdισσα, πὸ γλύκαινε dὰ μαῦρα Ἀπύρανθ. 4) Ἀποστρογγυλῶ τὴν τομὴν κοπέντος κλάδου δι᾿ ἑτέρου ἐργαλείου, ὀξείας κοπῆς ἐνιαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Τό ᾿κουψις ἄγαρμπα τοὺ κλῆμα· γλύκανέ του ᾿γά᾿ μὶ τοὺ κλαδευτήρ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Εἶν᾿ ξισφαϊσμέ᾿ αὐτείν᾿ ἡ βέργα, καθὼς τ᾿ν ἔκουψις μὶ τοὺ ψαλίδ᾿. Θέ᾿ νὰ τ᾿ γλυκά᾿ς νιˬὰ ψ᾿χούλα (νιˬὰ ψ᾿χούλα = ἐλάχιστα) αὐτόθ. Μή ᾿ν᾿ ἀφίνερε ἔτρου κοφτὲ τὸν καμὸ μὲ τὸ πόν· γλύκανέ νι μὲ τὸ καδευκήι (μὴν τὸν ἀφίνῃς ἔτσι κομμένον τὸν κλάδο μὲ τὸ πριόνι· γλύκανέ τον μὲ τὸ κλαδευτήρι) Μέλαν. β) Καθιστῶ λείαν τὴν κοπὴν ὀργάνου ἐνιαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Τὴ σουγιˬὰ τὴν πέρασε ἀπ᾿ τοὺν τρουχὸ τοῦ καμινιˬοῦ του κὶ τὴ γλύκανι κὶ ᾿ς τοὺ λαδάκουνου Στερελλ. Γλύκανέ νι μὲ τὸ ἀκόνι ἔδαρι τὸ τσικούι, ἄφ᾿ τὸ ἀρνάι (γλύκανέ το με τὸ ἀκόνι τώρα τὸ τσεκούρι, ἄφησε τὴ λίμα) Μέλαν. || Φρ. Γλυκαίνονται αἱ ρίζαι (= ἀποκόπτονται τὰ ἄκρα των κατὰ τὴν μεταφύτευσιν) Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ. 5) Καθιστῶ τι ἐπιθυμητὸν δι᾿ ἐθισμοῦ καὶ μέσ. ἐθίζομαι εἴς τι εὐχάριστον καὶ αἰσθάνομαι ἔμμονον πρὸς τοῦτο τάσιν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Ὁ σκύλλος οὕλη μέρα ἀπάνου ᾿ς τὸ σπίτι ἔρχεται, γιˬατὶ γλυκάθηκε ἀπὸ τότες πὄφαε τ᾿ ἀλεύρι Βιθυν. Ἐγλυκάθηκ᾿ ἡ κατσικάδα μου ᾿ς τὸ ροδάμι καὶ οὕλο τραυάει γιˬὰ δαῦτο (ροδάμι = νέοι βλαστοὶ πρίνων) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἐγλυκαθήκανε ᾿ς τὴν καλοπέραση Κεφαλλ. Γλυτσάθη τσαὶ δὲ φεύγει τώρα Εὔβ. (Βρύσ.) Τήρα νὰ μὴν γλυκαθοῦν οἱ κόττες ᾿ς τοὺν κῆπου μ᾿ κὶ δὲ ματὰ τ᾿ς βγάνου ὄξω Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἐγλυκιάεν ἀτο (τὸ γλυκάθηκε) Ὄφ. Γλύτανέ νι μὲ λιγάτι χόντι νὰ παίη (γλύκανέ το μὲ λίγο χόρτο, νά ᾿ρχεται Μέλαν. Πάει ἡ ὑπηρέτρια ἀπάνου, γλυκαμένη ἀπὸ τὰ ταξίματα καὶ τὰ δῶρα τοῦ Ὀβραίου... καὶ τσῆ τὸ παίρνει Ζάκ. || Παροιμ. φρ. Ἐγλυκάθηκι ᾿ς τὰ φλουριˬὰ σὰν τ᾿ν ἀρκούδα ᾿ς τοῦ μέ᾽ Θρᾴκ. (Αἶν.) || Παροιμ. Ἂν τὸν γλυκάνῃς, θὰ κολληθῇ ᾿ς τὴ ράχη σου (ἐπὶ τῶν τυχόντων ὑποστηρίξεως καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπαιτούντων αὐτὴν συνεχῶς, καθισταμένων οὕτω φορτικῶν) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 680. Ἅμα ὁ σκύλλος γλυκαθῇ ᾿ς τὴν πάσπαλη τοῦ μύλου, τότε ἤ τὸ μύλο γκρέμισε ἢ σκότωσε τὸ σκύλλο (ὅτι δυσκόλως ἀποβάλλεται κτηθεῖσα ἕξις) Κεφαλλ. Ἐγλυκάθ᾿ ἡ γριˬὰ τὰ σῦκα | κιˬ ἄλλ᾿ ἐπήγαινε κ᾿ ἐζήτα (ἐπὶ τῶν ἐπιτυχόντων τινὸς καὶ εἶτα διαρκῶς αὐξανόντων τὰς πρὸς τοῦτο ἀπαιτήσεις των) Κρὴτ. Ἐγλυκιˬάθ᾿ ἡ γριὰ ᾿ς τὸ μέλι | θὰ φάῃ καὶ τὸ κουβέλι (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Λάστ.) Ἐγλυκάθηκε ᾿ς τὰ σῦκα καὶ θὰ φάῃ καὶ τὴ συκιˬὰ (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Πάτρ.) Γλυκὰθ᾿κι ἡ γριˬὰ ἀπ᾿ τὰ σῦκα, θὰ φάῃ κὶ τὰ ᾿κόφ᾿λλα (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Ἡ παροιμ. εἰς διαφόρ. παραλλαγ. πολλαχ. Οἱ σκουριασμέ᾿ ἔσυραν γιˬὰ νὰ γλυκά᾿ ἡ ζάχαρ᾿ (ἐπὶ τῶν ποιούντων τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν) Ἤπ. (Νεγᾶδ.) Τσὰ γλυκαθῇ ὁ βοῦς, ᾿ὲν ἀποκόβγεται εὔκολα (ἡ κακὴ ἕξις δυσκόλως καταπολεμεῖται) Κάρπ. || Γνωμ. Ἐσὺ μ᾿ ἐγλύκανες, ἐσὺ μὲ πίκρανες (ἐπὶ τοῦ λέγοντος πάντοτε τὴν ἀλήθειαν) Πελοπν. (Πάτρ.) 6) Ἡ μετοχ. γλυκαμένη ὡς οὐσ. κατ᾿ εὐφημισμόν, ἡ νόσος εὐλογία Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. Συνών. ἀργυρὴ (βλ. ἀργυρὸς 4), βλάττα 3, βλογημένη (βλ. βλογῶ Β3), βλογιˬὰ 9, βράσα, γλυκε͜ιὰ (βλ. γλυκός Β4) γλυκιˬασμένη (βλ. γλυκιˬάζω 5), μελιτάτη. β) Ἡ ἐξανθηματικὴ νόσος ἐρυθρά, κατ᾿ εὐφημισμὸν Πελοπν. (Τριφυλ.): Ἡ γλυκαμένη ἔναι παλιˬαρρώστιˬα. Θέλει να μη βγαίνῃς να σε πάρι᾿ ἀέρας. Συνών. ἀνεμοβλόγι, ἀνεμοβλογιˬά, κοκκίνα, μπέλμπελη, μπέμπελη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA