γλυκοζῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοζῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοζῶ Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 5 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 16 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ζῶ.

Σημασιολογία

Διαβιῶ κατὰ τρόπον εὐχάριστον, τερπνόν, γλυκύν ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Ἐκεῖ ἡ ψυχή μου ὠρέχτηκε νὰ γλυκοζήσῃ ᾿ς τὸ μεγαλόπετρο ὅραμα τῆς γῆς τοῦ Πύρρου Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἀπ᾿ τὸ μαντρὶ ᾿ς τὴ ρεματιˬα, κιˬ ἀπὸ τὴ δρακονέρα ᾿ς τὰ ξερολίθιˬα, γλυκοζοῦν καὶ πεντοβόλα ἀνθίζουν τὸ ρείκι μὲ τὴν κουμαριˬά. Π . Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/