γλυκομιλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομιλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκομιλῶ σύνηθ. γλυκουμιλῶ βόρ. ἰδιώμ. γλυκομιλοῦ Εὔβ. (Βρύσ.) γλυκομιλάω Πελοπν. (Αἴγ. Λάστ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκομιλάου Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μιλῶ. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Ὁμιλῶ κατὰ τρόπον εὐπροσήγορον, οἱονεὶ γλυκύν, εὐχάριστον σύνηθ.: ᾿Εγὼ σοῦ γλυκομιλάου κ’ ἐσὺ μοῦ γυρίζεις τὶς πλάτες σου (=μὲ περιφρονεῖς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μᾶς γλυκομιλάει πάντα ἡ ᾽Αρετούλα. Εἶναι γλυκομίλητη γυναῖκα αὐτόθ. Μᾶς ἐγλυκομίλησε ὁ Παντελής, εἶναι χρυσὸς ἄνθρωπος Πελοπν (Αἴγ.) Δὲν τοῦ γλυκομιλᾷς τσαὶ ποτές, ὅλο μὲ τὸ ἄγριο τὸν πάεις Εὔβ. (Βρύσ.) || Ποίημ. Ἔγειρες ’ς τὸν ὦμο μου τ’ ὄμορφο κεφάλι κ’ ἔπαψε τ’ ἀχείλι σου νὰ γλυκομιλῇ Ι. Πολέμ., Παλ. βιολ., 42.β) Μεταφ. ὁμιλῶ τρυφερῶς, ἐρωτικῶς Λεξ. Πρω Δημητρ: Τὸν ἔπιˬασα ποὺ τῆς γλυκομιλοῦσε Λεξ. Πρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/