γλωσσίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλωσσίτσα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. κ.ἀ.) γλουσσίτσα βόρ. ἰδιώμ. γλουίτσα Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ούσ. γλῶσσα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γλῶσσα κοιν. καὶ Ποντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) Ἔχει μιˬὰ γλωσσίτσα τοσηδὰ (=πολὺ μικρὰν). Ἐδάγκασε τὴ γλωσσίτσα του τὸ μωρὸ κοιν. Κάπο͜ιος τὸ κακομελετάει τὸ παιδί μας ποὺ ἐδάgασε τὴ γλωσσίτσα του Ἑρεικ. Καὶ μασῶντας ὁλοένα καὶ παίρνοντας μὲ τὴ γλωσσίτσα της τὰ λε͜ιωμένα ψίχουλα ἀπὸ τὸ στρατσόχαρτο, τοῦ ἐπρότεινε δειλὰ νὰ πᾶνε ’ς τὸ σπίτι της Γ. Ξενόπ., Κοσμ. πρωτοξυπν. 100 || ᾎσμ. Ἄνοιξ’ ἀχείλι μου πλωρί, καρδιὰ φαρμακωμένη, κιˬ ἀρχίνησε, γλωσσίτσα μου, σὰν πού ’σου μαθημένη (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Ἀρχίνησε, γλωσσίτσα μου, καὶ σὺ καηˬμένο στόμα! (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρυόπ.) Μόν’ τὴ γλουσσίτσα μ᾿ ’φῆστι μι κὶ τοὺ διξί μ᾽ τοὺ χέρ’ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κάνει ἀρχὴ ’ς τὰ μάτιˬα του τὰ γαλοζυμωμένα, ὕστερα ’ς τὰ φρυδάκιˬα του τὰ γαϊτανοπλεγμένα κ’ ὕστερα ’ς τὴ γλωσσίτσα του τὴν ἀδηˬονολαλοῦσα (μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. βλ. εἰς λ. γλωσσάκι 1. 2) Ἡ γλῶσσα ὡς ὄργανον τοῦ λόγου μετὰ θωπευτικῆς ἣ εἰρωνικῆς σημασίας κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. κ.ἀ.) Ἐλύθηκε ἡ γλωσσίτσα του καὶ τὰ λέει τώρα τὰ λογάκιˬα του. Δὲ σταματάει ἡ γλωσσίτσα της. Ἡ γλωσσίτσα της πάει ροδάνι. Δέθηκε ἡ γλωσσίτσα της. Λύθηκε ἡ γλωσσίτσα της καὶ δὲν ξέρει τί λέει κοιν. || Φρ. Κόβει καὶ ράβει ἡ γλωσσίτσα της (εἶναι γλωσσώδης καὶ φλύαρος) Ἀθῆν || ᾌσμ. Γιˬουμόζ’ ἡ στόμας τ᾽ αἵματα, τὰ χείλιˬα του φαρμάκι κ’ ἡ δόλιˬα ἡ γλωίτσα του λαλεῖ σὰ χιλιδόνι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἀρχίνησι, γλουσσίτσα μου, τραγούδιˬα ν᾿ ἀραδιˬάσῃς, τοὺς φίλους σου τοὺς καλιστοὺς νὰ τοὺς ἰγκουμιάσῃς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 3) Μεταφ., ὁ φλύαρος, κακολόγος, αὐθάδης κοιν.: Εἶναι μιˬὰ γλωσσίτσα! κοιν. Σοῦ ’ναι μνιˬὰ γλωσσίτσα ’φτούνη ’φτοῦ ποὺ δὲν παίρνει παραπάνου Γαργαλ. Εἶνι γλουσσίτσα ἡ ᾿ναῖκα τ’. Δὲν τὰ βγά’ς πέρα μὶ τ’ αὐτή. Μύτικ. 4) Ὁ γαργαρεών, ὁ σταφυλίτης Δαρδαν. (Λάμψακ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. κ.ἀ.) Συνών. γλωσσίτα 1, καμπανέλι, σταφυλᾶς, σταφυλίτας. 5) Ὁ ἰχθὺς γλῶσσα εἰς μικρὰν εἰσέτι ἀνάπτυξιν Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.: Γιὰ κολατσιˬὸ ἐπῆρε ψωμὶ ἀgωνάρι καὶ μιˬὰ γλωσσίτσα γιˬὰ προσφάι (ψωμὶ ἀgωνάρι=γωνία ἄρτου) Ἐρεικ. Συνών. γλωσσίτσι 2. 6) Πᾶν τὸ προέχον ὡς μικρὰ γλῶσσα, ἤτοι α) Μικρὰ φλὸξ σύνηθ.: Τὸ λιˬανόκερο κολλημένο ’ς τὸν τοῖχο, χύνει μὲ τὴ μικρὴ γλωσσίτσα του μελαγχολικὸ φῶς Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 166. β) Μικρὰ γλωττὶς κώδωνος ἐνιαχ. γ) Στενῆ λωρὶς γῆς εἰσχωροῦσα εἰς τὴν θάλασσαν σύνηθ. δ) Στενῆ λωρὶς θαλάσσης εἰσχωροῦσα εἰς τὴν ξηρὰν ἐνιαχ.: Σὲ μερικὰ μέρη μάλιστα κοβόταν ὅλως διˬόλου ἀπὸ μιˬὰ γλωσσίτσα θάλασσας, ποὺ θὰ χρειαζόταν γεφυράκι γιˬὰ νὰ τὴν περάσῃ κανεὶς Γ. Ξενόπ., Κοσμάκ. 143. ε) Εἶδος κτενίσματος, κατὰ τὸ ὁποῖον μικραὶ ποσότητες τριχῶν σχηματίζουν περὶ τὸ μέτωπον ἢ τοὺς κροτάφους μικρὰς γλώσσας ἐνιαχ.: Τῆς πᾶνε καλὰ οἱ γλωσσίτσες, γιˬατὶ εἶναι πολλὲς Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. κλοκλό, λόιδο, μυτάκι, ραμόνα. στ) Τὸ περὶ τὴν πτέρναν τμῆμα τοῦ περιποδίου, ἔχον προφανῶς σχῆμα μικρᾶς γλώσσης Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA