γλωσσοκομπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοκομπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσοκομπιˬάζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλωσσόκομπος.

Σημασιολογία

1) Δοκιμάζω δυσχέρειαν περὶ τὸν χειρισμὸν τῆς γλώσσης, ἀδυνατῶ νὰ ὁμιλήσω ἢ νὰ προφέρω τὰς λέξεις εὐχερῶς. Συνών. τραυλίζω, ψευδίζω. 2) Μεταφ., Ἐκφράζομαι ἀσαφῶς, ἀορίστως, ἀποσιωπῶ κάτι: Εἶχε κάτι νὰ πῇ ἀλλὰ γλωσσοκόμπιˬασε..

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/