γλωσσοτσάκισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοτσάκισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσοτσάκισμα τό, Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ τσάκισμα.
Σημασιολογία
Γλωσσοδέτης 3, τὸ ὁπ. βλ., ὅπου καὶ συνών.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA