γνωριμιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωριμιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνωριμιˬάζω ἐνιαχ. γνωριμζω Πόντ. (Σάντ.) Μέσ. γνωριμουμαι Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) ἐγνωριμουμαι Πόντ. (Χαλδ.) γνωριμσκομαι Πόντ. (Οἰν.) γνωριμσκουμαι Πόντ. Ἀόρ. ἐγνωριμγα Πόντ. ἐγνωριμα Πόντ. ἐγνωριμστα Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνωριμιˬά.

Σημασιολογία

1) Γνωρίζω, καθιστῶ γνωστόν τινα πρὸς ἄλλον, συνιστῶ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μέσ., ἀναγνωρίζομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγνωριμαν, ἐγκαλσταν τ᾽ ἕναν τ᾽ ἄλλο κ᾽ ἔκλαψαν (ἐκ παραμυθ.) Πόντ. β) Καθίσταμαι γνωστός, σχετίζομαι πρός τινα Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/