γοὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γοὴ ἡ, Χίος ἀγοὴ Ζάκ. Κρήτ. (Μεραμβ. Σέλιν. Σητ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.) - Κορ., Πλουτ. Παρ. 2,465. Δ. Σολωμ., Ἐλευθ. Πολιορκ., Β 55 - Λεξ. Δημητρ. ἀγογὴ Κρήτ. γουὴ Σίφν - Λεξ. Δημητρ. ἀγουὴ Σάμ. ἀοὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γόη Χίος γούη Κρήτ. (Σέλιν.) γούγιˬα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. γοῶ. Διὰ τὸν τύπ. γόη βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917) Λεξικογρ. Δελτ. 5. Οἱ τύπ. ἀγοή, ἀγογή, ἀγουὴ διὰ τοῦ προθετ. α. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Γόος, θρῆνος, ὀδυρμὸς Δ. Σολωμ., Ἐλεύθερ. Πολιορκ., ἔνθ. ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ἡ γοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο Δ. Σολωμ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Θλῖψις, στενοχωρία Σάμ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Γερμ. 3) Ἀδημονία, πόθος, ἐπιθυμία ἀκατανίκητος Ζάκ. Σάμ.: Καὶ νὰ ἰδῇς πῶς κοιτᾶνε μ᾽ ἀγοὴ νὰν τὰ ἰδοῦνε πιˬασμένα, νὰ πετάξουνε κορμὶ (ἐνν. τὰ εἴδη κηπουρικῆς) Ζάκ. Τοῦ ᾽δωκε ἀγουὴ (τὸν κατέλαβεν ἐπιθυμία) Σάμ. 4) Ἀγανάκτησις Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.): Ἀγοὴ μὲ ζώνει, ὅdε σὲ θωρῶ νὰ κάθεσαι καὶ νὰ μὴ κάνῃς δουλε͜ιά. 5) Ὀργή, θυμὸς μέγας, ἐγγίζων πολλάκις τὰ ὅρια παραφροσύνης Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ.) Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.): Εἶdα ᾽ναι πάλι σήμερο ἡ ἀγοὴ τζης καὶ ξεσήκωσε τὴ γειτονιˬά; Νεάπ. || Φρ. Νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ἀγοὴ καὶ νὰ φᾷς τὰ κρέατά σου (ἀρὰ) Ἀπύρανθ. Λύσσα καὶ ἀγοὴ νὰ τὸν πιˬάσῃ (ὁμοίως) Κύθηρ. Ἀγοὴ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ (ὁμοίως) Κρήτ. Κακὴ ἀγοὴ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ - νὰ σ᾽ εὕρῃ (ὁμοίως) Αἴγ. 6) Ὑπερβολικῆ ζωηρότης, τὸ ἀτίθασον τοῦ χαρακτῆρος, ἰδίως ἐπὶ παίδων Κρήτ. (Σητ.): Μεγάλη ἀγοή ᾽χουνε καὶ δὲ τζὶ κάνω καλά. 7) Τρόμος, φόβος ὑπερβολικὸς Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Μ᾽ ἔπιˬασε ἀγοὴ Καλάβρυτ. Ἀγοὴ τὸν ἔπιˬασε τὸν κακομοίρη καὶ κολλᾷ ὅπου βρῇ (κολλᾷ = κτυπᾷ) Κρήτ. 8) Βοὴ Σίφν. - Κορ., Πλούτ. Παρ. 2,465: Νο͜ιώθω γουὴ ᾽ς τ᾽ ἀφτιˬά μου Σίφν. || Φρ. Κακιˬὰ γοὴ νὰ σὲ πιˬάσῃ (ἀρά) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA