γόμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γόμμα ἡ, κοιν. γκόμμα πολλαχ. ᾽όμμα Κάρπ. Κάσ. γούμμα Λεξ. Βάιγ. gούμμα Καλαβρ. (Μπόβ.) βόμμα Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gomma, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. κόμμι.
Σημασιολογία
1) Δενδρόκολλα, κουρκουμέλα Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ ἐκ τοῦ Ἀραβ. κόμμεως ὑδαρὲς διάλυμα, χρήσιμον διὰ τὴν συγκόλλησιν φύλλων χάρτου κ.τ.τ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἡ γόμμα δὲν κολλάει - δὲν εἶναι καλὴ - ἐχάλασε - ἐστέγνωσε - ξεράθηκε κοιν. 3) Κολλώδης οὐσία τὴν ὁποίαν ἐκκρίνουσιν ὡρισμένα φυτὰ Θρᾴκ. (Πύργ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Τριφυλ κ.ἀ.) - Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 535 - Λεξ. Βλαστ. 446. 4) Τὸ τραγακάνθινον κόμμι, τὸ χρησιμοποιούμενον διὰ τὴν στίλβωσιν σανίδων καὶ τῶν πελμάτων τῶν ὑποδημάτων Ἀθῆν. Συνών. τσερίσι. 5) Ἡ κομμίωσις, μικροβιακὴ νόσος τῶν ἀμυγδαλοειδῶν καὶ ἑσπεριδοειδῶν Γ. Σακελλοπ., Παθήσεις στ᾽ ἀμπέλι, 61 - Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 535 – Λεξ. Δημητρ. 6) Τεμάχιον ἐλαστικοῦ κόμμεως χρήσιμον πρὸς σβέσιν τῶν διὰ μολύβδου ἢ μελάνης γεγραμμένων σύνηθ. Συνών. γομμολάστιχα, λαστιχίδα, σβηστῆρα, σβηστήρι, σβήστρα. 7) Εἶδος κολλώδους ζαχαρωτοῦ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA