γονικοχάρτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονικοχάρτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γονικοχάρτι τό, Κρήτ. (Νεάπ. Χάν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γονικὸς καὶ τοῦ οὐσ. χαρτί.

Σημασιολογία

Τὸ ἔγγραφον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ὁ κτηματικὸς τίτλος τοῦ ἐκ τῶν γονέων κληροδοτουμένου ἀκινήτου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγὼ τὰ χωράφιˬα μου τά ᾽χω μὲ γονικοχάρτι καὶ δὲν ἔχουν μαγλατᾶδες (δὲν προκύπτουν προβλήματα, ἀμφισβητήσεις) Κρήτ. (Νεάπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/