γοργανασταίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργανασταίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργανασταίνω Κρήτ. (Κίσ.) - Κ. Παλαμ., Περάσμ. καὶ χαιρετ., 168 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνασταίνω.

Σημασιολογία

Ἀνασταίνω, ἀνατρέφω ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: Γοργανάστησε τὰ κοπέλιˬα τση, τὰ σπούδαξε καὶ τὰ καλοπάdρεψε Κρήτ. (Κίσ.) || Ποίημ. Τοῦ Βιργιλίου τὰ κρίνα τὰ γοργανασταίνεις Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/